Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΓΛΩΣΣΑ- ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. ΕΚΠ.ΠΗΓΗ


ΓΛΩΣΣΑ
Άνθρωπος «φύσει κοινωνικό ον» άρα ανάγκη επικοινωνίας
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Πομπός Δέκτης (μονόδρομη,
μονόλογος) αμφίδρομη επικοινωνία
Δέκτης Πομπός διάλογος
ΤΡΟΠΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ - ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ
 Μη Λεκτικοί (μιμητική, σύμβολα, σημάδια)
 Λεκτικοί (λόγος προφορικός και γραπτός)
ΛΟΓΟΣ (ΓΛΩΣΣΑ)
 Δυνάμει Λόγος = ο ενδιάθετος λόγος, η εσωτερική πλευρά της γλώσσας, το πνευματικό
περιεχόμενο του ανθρώπου, η σκέψη
 Προφορικός Λόγος = η εξωτερική πλευρά της γλώσσας με ακουστικό χαρακτήρα, η ομιλία
ΟΡΙΣΜΟΣ
Γλώσσα είναι ένα σύστημα συμβόλων που βρίσκονται σε λειτουργική ενότητα, αποτελούν έναν
ιδιαίτερο κώδικα έκφρασης, επικοινωνίας και σκέψης, που στηρίζεται σε φθόγγους, λέξεις και
προτάσεις και αντανακλά την ξεχωριστή σύλληψη, οργάνωση και έκφραση του κόσμου από ένα
άτομο ή ένα λαό-έθνος. Πρόκειται για μια ικανότητα που πηγάζει από την κοινωνική ζωή και
καθορίζεται από αυτήν. Είναι προϊόν πολιτισμού και κοινωνικός θεσμός. Η κοινωνική συμβίωση
γεννά ανθρώπινους θεσμούς με μερική ή καθολική αξία και η γλώσσα ανήκει στη δεύτερη
κατηγορία.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
1. Η γλώσσα ικανοποιεί την ανάγκη για επικοινωνία και συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων και
κατ’ επέκταση συντελεί στην επίτευξη της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης. Μέσω αυτής οι
άνθρωποι έρχονται σε επαφή, ενημερώνουν και ενημερώνονται, πληροφορούν και
πληροφορούνται και επιλύουν τα προβλήματά τους. Η ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία
μέσω της γλώσσας καθίσταται επιτακτική σε μια εποχή ηθικής ρηχότητας και αλλοτρίωσης σαν
τη σημερινή, οπού κυριαρχούν η υποκρισία και η εκμετάλλευση. Η εσωτερική καλλιέργεια του
ανθρώπου μέσω της γλώσσας συμπληρώνεται από την ανάπτυξη του θάρρους, της παρρησίας
και της αποφασιστικότητας, δηλαδή των αρετών εκείνων που συνοδεύουν την ελεύθερη
έκφραση.
2. Με την αρωγή της γλώσσας διατηρούνται διαχρονικές αξίες, όπως το μέτρο, ο ανθρωπισμός, η
δημοκρατία για τον ελληνικό πολιτισμό. Καλλιεργείται η ηθική και τίθενται υψηλοί στόχοι και
ιδανικά, αφού μέσου του λόγου, γραπτού ή προφορικού, διαδίδονται οι μεγάλες ιδέες. Ως
δημιουργική ανταλλαγή απόψεων, η γλώσσα μυεί τον άνθρωπο στην υπευθυνότητα, την
άσκηση κριτικής, επομένως και τη δυνατότητα αυτοκριτικής, ώστε να απαλλαγεί από πάθη και
αδυναμίες.
3. Αποτελεί μέσο έκφρασης συναισθημάτων. Η γλώσσα βοηθά τον καθένα να εισέλθει στον
ψυχικό κόσμο των άλλων, να αισθανθεί την ανθρώπινη συγκίνηση και να εκφράσει αληθινά τον
εσωτερικό του κόσμο, με αποτέλεσμα να καλλιεργούνται ευαισθησίες και να εκλεπτύνεται ο
άνθρωπος, σε μια εποχή γενικότερης απευαισθητοποίησης και εσωτερικής δυσαρμονίας. Μόνο
η γλώσσα θα φέρει κοντά τις καρδιές, θα ευαισθητοποιήσει και θα συντελέσει στη δημιουργία
ακατάλυτων δεσμών.
4. Συντελεί στην κοινωνικοποίηση του ατόμου και στην καλλιέργεια της κοινωνικής συνείδησης,
καθώς μέσα από τη διαπροσωπική επαφή τα άτομα προτάσσουν το «εμείς», σέβονται και
λειτουργούν αλληλέγγυα με τους υπόλοιπους, περιορίζοντας τους διαξιφισμούς και τις
συγκρούσεις και διασφαλίζοντας την κοινωνική αρμονία και συνοχή. Με το λόγο οι πολίτες
διεκδικούν τα δικαιώματά τους, αγωνίζονται για ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοκρατία. Επίσης,
με το λόγο διατυπώνονται αλλά και αναπροσαρμόζονται οι νόμοι, τα άτομα επιτελούν με
συνεννόηση και κατανόηση τους κοινωνικούς τους ρόλους, επιφέροντας την εύρυθμη
λειτουργία των θεσμών και της κοινωνίας γενικότερα. Σήμερα, που οι σχέσεις είναι
τυποποιημένες και συμβατικές και οι κοινωνίες ανταγωνιστικές, χρειαζόμαστε τη βοήθεια της
γλώσσας για μια δημιουργική προσέγγιση των ανθρώπων, για μια αληθινή επικοινωνία και για
τον μετριασμό της αποξένωσης.
5. Γλώσσα και σκέψη . Υπάρχει διαλεκτική σχέση, σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ σκέψης και
γλώσσας. Σύμφωνα με τον F. De Saussure «η γλώσσα μπορεί να παραλληλισθεί με ένα φύλλο
χαρτιού, η σκέψη είναι η μια του όψη και ο ήχος η άλλη. Δεν μπορούμε να κόψουμε την μια του
όψη χωρίς να κόψουμε την ίδια στιγμή και την άλλη. Το ίδιο και στη γλώσσα δεν μπορούμε να
απομονώσουμε ούτε τον ήχο από τη σκέψη ούτε τη σκέψη από τον ήχο». Με τη γλώσσα
ταξινομούμε τον κόσμο, βάζουμε τάξη στο χάος της γύρω πραγματικότητας. Από την άλλη
πλευρά, η σκέψη, η προσπάθεια του ανθρώπου με μια λέξη να κατανοήσει και να ερμηνεύσει
τον κόσμο που τον περιβάλλει, εμπλουτίζει τη γλώσσα με νέα στοιχεία. Ιδέες που δεν μπορούν
να διατυπωθούν δεν είναι απλώς αβέβαιες αλλά ανύπαρκτες. Όσο πιο σύνθετα και
ολοκληρωμένα εκφράζεται ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο κινητοποιεί το πνεύμα του, και
αντίστροφα, όσο πιο καλλιεργημένος είναι πνευματικά, τόσο πιο πλούσια εκφραστικά μέσα
χρησιμοποιεί. Η κατάταξη των νοημάτων και των γλωσσικών συμβόλων καλλιεργεί το
συλλογισμό, νοηματοδοτεί τη σκέψη και εμπλουτίζει το διανοητικό πεδίο των ανθρώπων. Ο
μεστός και ουσιαστικός χαρακτήρας της γλώσσας οδηγεί τις σκέψεις σε ειρμό και λογική
συνάφεια, επιτρέπει τη διεύρυνση των οριζόντων του ατόμου, τη σφαιρική ενημέρωση του
ενάντια σε φαινόμενα παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, που αρκετά συχνά προωθούν
σήμερα τα οργανωμένα συμφέροντα. Διαμορφώνοντας το κατάλληλο κριτικό υπόβαθρο, ο
άνθρωπος οδηγείται στην πνευματική ελευθερία, είναι σε θέση να εκφράσει τη διαφωνία του
μέσω της γλώσσας-λόγου και να προβάλλει τις θετικές του αντιπροτάσεις. Ελέγχει επίσης τα
μηνύματα, που σήμερα δέχεται με καταιγιστικό τρόπο, κατευθύνεται προς τη παιδεία και τη
γνώση, στοιχεία που απαλλάσσουν από την πνευματική μονομέρεια του καιρού μας. Εξάλλου, η
καλλιέργεια ευρύτερων πνευματικών ενδιαφερόντων και η απόρριψη της χειραγώγησης, που
προσφέρει η ορθή αντίληψη και χρήση της γλώσσας, αποτελούν παράγοντες ενδυνάμωσης του
ηθικοπνευματικού μας πολιτισμού, στοιχείο καθοριστικό, λόγω της επικράτησης στείρων
τεχνοκρατικών μοντέλων ζωής.
6. Συμβάλλει στην πνευματική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη των Επιστημών στηρίχτηκε στη μελέτη,
στη σύγκριση, στην ανάλυση των δεδομένων, στους συλλογισμούς και στην εμβάθυνση των
εννοιών, που πετυχαίνονται με τη βοήθεια της γλώσσας. Αποτελεί το κυριότερο μέσο
παιδαγωγικής. Οδηγεί στον προβληματισμό, στη διεύρυνση του γνωστικού πεδίου, στην
ανάπτυξη της κρίσης. Δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να ικανοποιήσει τη φιλομάθειά του. Το
βοηθά να φτάσει στην ανθρωπογνωσία, καθώς και στη γνώση και στον προσδιορισμό του
φυσικού περιβάλλοντος. Ο Βιτγκενστάιν έλεγε «τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του
κόσμου μου».
7. Αποτελεί το βασικό στοιχείο για την ικανοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης και όλων των
επιτευγμάτων του ανθρώπινου πνεύματος. Χωρίς τη γλώσσα, οι διάφορες πολιτιστικές
κατακτήσεις και εμπειρίες δε θα μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά, αλλά ο άνθρωπος θα ήταν
αναγκασμένος να ξεκινά κάθε φορά από το μηδέν.
8. Γλώσσα και εθνική ταυτότητα . Φυσικοί αλλά και πολιτισμικοί προσδιορισμοί συνέχουν ένα
σύνολο ανθρώπων και συνδέουν τα μέλη του με κοινή εθνική συνείδηση και ταυτότητα. Στους
φυσικούς υπάγεται η φυλετική καταγωγή και ο εθνικός χώρος, δηλαδή τα σύνορα, και στους
πολιτισμικούς η θρησκεία, το ιστορικό παρελθόν, τα ήθη και τα έθιμα. Ανάμεσα στους
δεύτερους τη σημαντικότερη θέση κατέχει δικαιωματικά η γλώσσα. Και αυτό για δύο λόγους.
Από τη μία, αποτελεί το πολιτισμικό σύνορο, που ξεχωρίζει την ομόγλωσση κοινότητα από
κάθε άλλη αλλόγλωσση και δημιουργεί στα μέλη της τη συνείδηση του εθνικού «εμείς». Από
την άλλη είναι το αδιάψευστο τεκμήριο της ιστορικής συνέχειας του λαού, ο μάρτυρας της
διαχρονικής πορείας του στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η γλώσσα αποθανατίζει εμπειρίες και
γνώσεις, οικοδομεί τα στοιχεία εκείνα που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον
ενός λαού, εξασφαλίζοντας την ιστορική συνέχεια και την ενιαία εθνική του πορεία. Ο πολίτης
γνωρίζει τα ιστορικά γεγονότα, τις σχέσεις της χώρας του με τις άλλες, παραδειγματίζεται από
τα σφάλματα του παρελθόντος και , το κυριότερο, συνειδητοποιεί τη βαθύτερη φυσιογνωμία
του, γιατί η γλώσσα αποτελεί το στοιχείο όπου συγκεφαλαιώνονται όλες οι στιγμές της
προηγούμενης διαδρομής του είναι ένα απόσταγμα από μνήμες, που καθορίζει το στίγμα του
λαού μέσα στον κόσμο. Αποκρυσταλλώνεται, λοιπόν, η εθνική ταυτότητα ενός λαού και με τη
γνώση της ο πολίτης καλλιεργεί την εθνική του συνείδηση, ενδυναμώνει το εθνικό του φρόνημα
και μάχεται, αν χρειαστεί, για την προάσπιση της εθνικής του ακεραιότητας, που απειλείται από
εξωτερικούς εχθρούς, γιατί συνειδητοποιεί την άρρηκτη σχέση γλώσσας πατρίδας. Η ιστορική
επιβίωση άλλωστε ενός έθνους εξαρτάται αποφασιστικά από τη διατήρηση της γλώσσας, ενώ η
παρακμή του συνδέεται με την απώλεια της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Έλληνες επί
Τουρκοκρατίας, που οφείλουν την αντοχή τους στη γλώσσα , γιατί με αυτήν εξέφραζαν τα
προβλήματα, τους πόθους και τα οράματά τους. Με τη συμβολή του λόγου διατηρούνται τα ήθη
και τα έθιμα, η θρησκεία και η παράδοση ενός τόπου, εκφράζονται οι πνευματικοί άνθρωποι,
υλοποιώντας τη βαρυσήμαντη αποστολή τους και διαφυλάσσεται η πολιτιστική ταυτότητα
ενός λαού. Ειδικά σήμερα, που το κλίμα ευνοεί την αντιπαραδοσιακότητα και κυριαρχεί η
ξενομανία, ενώ η τηλεόραση ενισχύει τον πολιτιστικό επεκτατισμό των αναπτυγμένων κρατών,
είναι απαραίτητη η γλωσσική παιδεία ως μέσο άμυνας ενός αναπτυσσόμενου μάλιστα λαού,
όπως ο ελληνικός. Ο Ψυχάρης συνήθιζε να λέει ότι «γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο».
9. Η γλώσσα είναι πεδίο δημιουργίας , γόνιμο έδαφος για την έκφραση καλλιτεχνικών ανησυχιών.
Το θέατρο, η ποίηση, η λογοτεχνία είναι διέξοδοι των καλλιτεχνικών αναζητήσεων, που δεν
αποφορτίζουν μόνο τους δημιουργούς αλλά αναβαθμίζουν ποιοτικά και τη δική μας ζωή.
10. Η ποιοτική γλωσσική έκφραση αποτελεί προϋπόθεση του εποικοδομητικού διαλόγου. Όταν τα
άτομα που διαλέγονται έχουν ένα ανεπτυγμένο γλωσσικό όργανο και εκφραστική άνεση, τότε οι
απόψεις τους είναι διατυπωμένες με σαφήνεια, τα επιχειρήματά τους είναι εύστοχα και οι
προτάσεις τους ουσιαστικές. Έτσι ο διάλογος παίρνει το χαρακτήρα γόνιμης συζήτησης και
οδηγεί στην αλήθεια.
11. Σημαντική είναι η γλώσσα για την πολιτική λειτουργία του ατόμου. Ο πολιτικός λόγος
γεννήθηκε με τη γλώσσα. Το ιδεώδες πολίτευμα, η δημοκρατία, στηρίζεται στο διάλογο και
αυτός με τη σειρά του στην καλλιέργεια της γλώσσας. Υπάρχει λοιπόν μια διαλεκτική σχέση
γλώσσας / λόγου και δημοκρατίας. Η καλλιέργεια της γλώσσας σημαίνει και ανάπτυξη του
πνεύματος, καλλιέργεια κριτικής – προβληματισμού, ανταλλαγή απόψεων και διεύρυνση των
οριζόντων του ατόμου, εφόσον λόγος-νόηση και λόγος-έκφραση συναποτελούν τη λογική που
διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα. Εκτός, λοιπόν, από τη διεκδίκηση των
ελευθεριών του, ο πολίτης μέσω αυτής ασκεί έλεγχο στην εξουσία στηλιτεύοντας κάθε μορφή
αδικίας ή παραβίασης. Η κατανόηση του πολιτικού λόγου από μέρους του γλωσσικά
καλλιεργημένου πολίτη οδηγεί στον περιορισμό των μέσων δημαγωγίας και προπαγάνδας, της
τυφλής κομματικοποίησης και του λαϊκισμού, ενώ αντίθετα στηρίζει τη γόνιμη πολιτική
αντιπαράθεση και την πολυφωνία. Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία, μέσα από τη γλώσσα-λόγο,
οφείλει να προασπίζει το κοινό καλό και να επικυρώνει το σύνταγμα. Αλλά και αντίστροφα σε
μια υγιή δημοκρατία προσφέρονται στους πολίτες ευκαιρίες ενημέρωσης έγκυρης και έγκαιρης,
περιορίζονται τα κρούσματα παραπληροφόρησης, εξασφαλίζονται δυνατότητες συμμετοχής
στα κοινά και διαλόγου, άρα καλλιέργειας της ίδιας της γλώσσας τους, του προφορικού ή
γραπτού λόγου. Μέσα, λοιπόν, από τη σωστή χρήση του λόγου και την ελεύθερη έκφραση ο
λαός πολιτικοποιείται ομαλά.
12. Η οικονομική ευημερία διευκολύνεται μέσω της γλώσσας και της επικοινωνίας, καθώς
προάγονται οι οικονομικές συναλλαγές, αμβλύνονται οι αντιθέσεις και επιλύονται τα
οικονομικά προβλήματα, καλλιεργείται η ειδική γνώση και αναβαθμίζεται το βιοτικό επίπεδο.
Για την αποφυγή μάλιστα της σημερινής υπερβιομηχανοποίησης της ζωής μας και το
υπερκαταναλωτικού προτύπου, έχουμε ανάγκη από την πολύτιμη αρωγή της γλώσσας ως
ύψιστης ηθικοπνευματικής αξίας.
13. Η γλώσσα δεν συμβάλλει μόνο στην επικοινωνία των ατόμων μιας ομόγλωσσης κοινότητας,
αλλά και στην επικοινωνία μεταξύ των λαών. Δημιουργούνται δεσμοί φιλίας και συνεργασίας.
Είναι σημαντική η προσφορά της για την ανταλλαγή της κουλτούρας των λαών, την
καλλιέργεια πνεύματος διεθνισμού χωρίς όμως ισοπέδωση της ιδιαιτερότητας κάθε λαού, για
την προάσπιση της ειρήνης, και ειδικά σήμερα, τη γόνιμη προσπάθεια για την επίλυση
προβλημάτων, το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα με βάση την πειθώ και την αλληλεγγύη.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Η γλώσσα αποτελεί κατάκτηση του ανθρώπου από τη στιγμή που αυτός κατανόησε ότι έπρεπε να
επικοινωνήσει στο πλαίσιο της συλλογικής πραγματικότητας, όπου ζει. Έτσι, η πορεία της
επικοινωνίας πέρασε από διάφορα στάδια όπως οι χειρονομίες, τα σινιάλα, αλλά ο πιο σύντομος,
οικονομικός και ολοκληρωμένος τρόπος συνεννόησης στάθηκε ασφαλώς η γλώσσα. Αυτή
αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη συνεργασία των πρώτων ανθρώπων και στη συνέχεια για
τη μεταλλαγή των απλών κοινωνιών σε οργανωμένες πολιτείες μέσω της διατύπωσης γραπτών
νόμων. Κατά τη διάρκεια των χιλιετιών, η γλώσσα εξελίσσεται, ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές
μεταβολές και καθρεφτίζει την κουλτούρα ενός λαού. Μιλώντας ειδικά για την ελληνική γλώσσα,
πρέπει να πούμε ότι οι Έλληνες αποτελούν «έθνος ανάδελφον», δηλαδή ότι πουθενά στον κόσμο,
άλλος λαός δεν μιλά την ελληνική γλώσσα, δεν έχει την ελληνική ιστορία, τα ελληνικά ήθη και
έθιμα. Η αδιάσπαστη ενότητα και συνοχή της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι
σήμερα δείχνει τον πλούτο της και την ανθεκτικότητά της. Βέβαια, η ελληνική γλώσσα δεν έμεινε
στατική, γιατί όπως και οι υπόλοιπες υπόκειται στο νόμο της εξέλιξης. Έτσι, οι λέξεις αλλάζουν
νόημα και περιεχόμενο, όπως η λέξη αρετή, που έχει αποκτήσει διαφορετική σημασία για κάθε
εποχή. Παράλληλα, όμως, η γλώσσα πλουτίζεται με νέα λέξεις, έννοιες, τύπους έκφρασης, ανάλογα
με τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις και τις κατακτήσεις που δέχτηκε η χώρα μας, λόγω της
νευραλγικής της θέσης μέσα σε τρεις χιλιάδες χρόνια. Λέξεις λατινικές, τουρκικές, ιταλικές,
σλαβικές, αλβανικές, γαλλικές, αγγλικές, υιοθετήθηκαν πρώτα από τον προφορικό και στη
συνέχεια από το γραπτό λόγο, αποτελώντας από κει και πέρα οργανικό τμήμα του ενιαίου συνόλου
της νεοελληνικής. Είναι, δηλαδή πια, αν και ξενικής καταγωγής, λέξεις ελληνικές, προσαρμοσμένες
στο τυπικό και στη φωνολογία της. Ταυτόχρονα όμως η ελληνική γλώσσα αποτελεί δανείστρια για
άλλες γλώσσες και ιδιαίτερα το χώρο της επιστήμης και της ιατρικής. Η κοινή δημοτική γλώσσα
αποτελεί εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής. Ύστερα όμως από την Βυζαντινή περίοδο και κυρίως στα
χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εμφανίζεται η διγλωσσία, το γνωστό γλωσσικό χάσμα
ανάμεσα στους λόγιους που στράφηκαν στον αρχαϊσμό και σ’ αυτούς που παρέμειναν πιστοί
οπαδοί της καθομιλουμένης. Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Γληνός, ο Δελμούζος και ο
Τριανταφυλλίδης ήταν οι μεταρρυθμιστές της δημοτικής που πάλι δεν ευτύχησε. Έτσι η διγλωσσία,
αντιπάλευε την ουσιαστική επικράτηση της δημοτικής αλλά τελικά η τελευταία καθιερώθηκε
επίσημα το 1976. Επίσης από το 1945 αρχίζει η κατακλυσμιαία εισαγωγή ξενικών λέξεων και
γλωσσικών στοιχείων, που δεν πολιτογραφήθηκαν στο ελληνικό λεξιλόγιο με αποτέλεσμα να
δημιουργηθεί μια χαοτική γλωσσική κατάσταση και ένας γλωσσικός αποπροσανατολισμός.
ΑΞΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ
1. Αδιάκοπη καλλιέργεια για 4000 χρόνια ως προφορικός και 3000 χρόνια ως γραπτός λόγος,
μοναδικό φαινόμενο ιστορικής συνέχειας και ενότητας. (Η γλώσσα δεν μένει αμετάβλητη.
Αμετάβλητο μένει μόνο ό,τι είναι νεκρό ή άψυχο και η γλώσσα δεν είναι τίποτα από αυτά τα
δύο. Όσο τη μιλούν οι άνθρωποι είναι ζωντανός οργανισμός, αναγκασμένος να παρακολουθεί
τις αλλαγές, τις επιτυχίες, τις αποτυχίες, την πρόοδο και την οπισθοδρόμησή τους. Γι’ αυτό
άλλωστε γλώσσες αναλλοίωτες στο χρόνο δεν υπάρχουν. Στάσιμες μένουν μόνο οι γλώσσες που
έπαψαν να χρησιμοποιούνται, γιατί η εθνική κοινότητα που τις έπλασε, είτε αφομοιώθηκε
πολιτισμικά από άλλες ισχυρότερες είτε αφανίστηκε. Και καθώς δε συνέβη ούτε το ένα ούτε το
άλλο στον ελληνισμό, αναπόδραστα η γλώσσα του άλλαξε από την πρώτη μορφή της, άνθισε σε
περιόδους εθνικής ακμής και σε εποχές παρακμής υποβαθμίστηκε. Αυτό είναι φυσιολογικό
καθώς η γλώσσα καθρεπτίζει το ανθρώπινο πνεύμα και παρακολουθεί τις διακυμάνσεις και τις
ταλαντώσεις του).
2. Ο αρίφνητος λεξιλογικός πλούτος της.
3. Η μελωδία, ο ρυθμός, η μουσικότητα, η τονικότητα.
4. Η πολυτυπία και πολυχρωμία. Εκφράζει λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις και διαθέτει
άπειρες εννοιολογικές δυνατότητες.
5. Η δύναμη αφομοίωσης ξένων λέξεων.
6. Έχει τροφοδοτήσει τον παγκόσμιο πολιτισμό με βασικές έννοιες-λέξεις.
7. Η σημερινή παρουσία της στο λεξιλόγιο όλων των ευρωπαϊκών χωρών και μάλιστα σε σύνθετες
και απαιτητικές μορφές επικοινωνίας, όπως είναι η επιστήμη και ο πολιτικός λόγος.
8. Έχει χαρακτήρα παγκοσμιότητας ως γλώσσα των κειμένων της κλασσικής αρχαιότητας, των
Ευαγγελίων, των Υμνογράφων…
9. Η πρώιμη και από μεγάλα πνεύματα χρησιμοποίησή της για την έκφραση προηγμένων μορφών
σκέψης, που της εξασφάλισε μια πρώιμη και βαθιά καλλιέργεια.
10. Η λογική δομή και η στέρεα συγκρότηση των γραμματικοσυντακτικών μηχανισμών της.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
1. Συρρίκνωση λεξιλογίου, λεξιπενία. Περιορίζεται το γλωσσικό όργανο σε τέτοιο βαθμό που
γίνεται ανεπαρκές και για μια στοιχειώδη διανοητική ή συναισθηματική έκφραση.
2. Εκτεταμένη χρήση αρκτικόλεξων-συντομογραφιών.
3. Σολοικισμοί και γραμματικές παρατυπίες.
4. Εξοβελισμός από το σώμα της γλώσσας φιλοσοφικών, θεωρητικών, αφηρημένων λέξεων-
εννοιών, στα πλαίσια μιας κακώς εννοούμενης απλοποίησης της και μιας βεβιασμένης
προσαρμογής της στο πρακτικό πνεύμα των καιρών που οδήγησε σε γλωσσική ισοπέδωση.

5. Παραφθορές και νεολογισμοί.
6. Σημασιολογική σύγχυση και αδυναμία ακριβούς διατύπωσης.
7. Συνθηματική, απλουστευτική και «μηχανική» γλώσσα.
8. Αθρόα και αδικαιολόγητη εισροή ξενικών εκφράσεων. Η γλωσσική αυτή ξενομανία είναι
εμφανής στο λεξιλόγιο των νέων, στην επιστημονική ορολογία, στις επιγραφές, στα ξένα
ονόματα και υποκοριστικά, στα ΜΜΕ, στον πολιτικό λόγο, στην ακατάσχετη γλωσσική
ξενομάθεια.
9. Η κενολογία, το φαινόμενο της λογόρροιας που παρατηρείται στους νέους, στη γραφή και στην
ομιλία τους. Δεν πρόκειται για λόγους με ειρμό και περιεχόμενο, αλλά για λεξιπλημμύρα,
λεκτικοί πομφόλυγες χωρίς ουσία.
10. Η γλώσσα έχει καταντήσει μέσο προβολής και ισχύος.
ΛΟΓΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ
Επειδή η γλώσσα αντανακλά το πολιτισμικό επίπεδο και με τη σειρά του το δεύτερο αντανακλάται
στην πρώτη, θα αναζητήσουμε τους παράγοντες της γλωσσικής υποβάθμισης στις εκπαιδευτικές,
κοινωνικές, ιδεολογικές, ηθικές και πολιτικές συνιστώσες του πολιτισμού μας.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
1. Ο ρόλος του σχολείου
 Η γλώσσα και η καλλιέργειά της είναι επίκτητο αγαθό, γι’ αυτό και η αγωγή που λαμβάνει το
άτομο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για την ουσιαστική εκμάθησή της. Η γλωσσική, όμως,
παιδεία, και ιδιαίτερα αυτή που παρέχεται μέσα από την εκπαίδευση, δεν είναι η
καταλληλότερη. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα ταλανίζεται από τη στείρα αποστήθιση
γνώσεων, η οποία εμποδίζει τη φαντασία, την ελεύθερη διατύπωση της σκέψης, γιατί
εγκλωβίζει το μαθητή σε τυποποιημένες και επαναλαμβανόμενες εκφράσεις, εκφυλίζοντας έτσι
τον πνευματικό του δυναμισμό. Οι μαθητές δεν μαθαίνουν ότι ο λόγος δεν είναι μόνο μήνυμα,
αλλά και μουσικότητα, αισθητικό αποτέλεσμα. Το πρόβλημα ενισχύεται από τη διάσπαση της
διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε αρχαία και νέα ελληνική και τη μη διδασκαλία των
ενδιάμεσων σταδίων της γλώσσας μας, από τα κακογραμμένα σχολικά βιβλία, καθώς και από
την έλλειψη βιβλιογραφίας, ικανής να διευρύνει πνευματικά τους νέους και να εμπλουτίσει το
λεξιλόγιο τους, αλλά και από εκπαιδευτικούς που δεν έχουν την ικανότητα να εμπνεύσουν
γλωσσικά τους νέους. Το γεγονός ακόμη ότι το σχολείο γίνεται προθάλαμος και μόνο για την
τριτοβάθμια εκπαίδευση, καλλιεργεί την ωφελιμιστική αντίληψη για τη γνώση, η οποία
καθίσταται αυτοσκοπός και όχι μέσο για την απελευθέρωση του ανθρώπου, απομακρύνει ακόμη
πιο πολύ το νέο από την πνευματική, άρα και γλωσσική καλλιέργεια.
 Η απομνημονευτική παιδεία. Η αποστήθιση εμποδίζει την καλλιέργεια της γλώσσας, οι μαθητές
δεν μαθαίνουν ότι ο λόγος δεν είναι μόνο μήνυμα, αλλά και μουσικότητα, αισθητικό
αποτέλεσμα.
 Η υποκατάσταση της ανθρωπιστικής παιδείας από την τεχνοκρατική. Στον αιώνα της
πληροφορικής και των τεράστιων τεχνολογικών ανακαλύψεων, είναι συχνό το φαινόμενο να
θεωρείται η καλλιέργεια της γλώσσας μάταιη και ξεπερασμένη, γιατί ακριβώς επικρατεί αυτή η
στείρα τεχνοκρατική αντίληψη, που δίνει το προβάδισμα σε άλλου είδους προτεραιότητες και
υποσκάπτει τα θεμέλια του ηθικοπνευματικού πολιτισμού, μέσα στον οποίο εντάσσεται και η
γλώσσα μας ως πνευματικό προϊόν. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι η στροφή στο
βιομηχανοποιημένο τρόπο ζωής, που περιχαρακώνει τον άνθρωπο στα στενά πλαίσια του
«ειδικού αντικειμένου» και μόνο, και η άποψη ότι μας αρκούν συγκεκριμένοι επιστημονικοί
όροι για να συνεννοούμαστε στο πλαίσιο του χώρου εργασίας μας και κάποιο μικρό επιπλέον
γενικότερο λεξιλόγιο. Αυτή η τυποποίηση και η επανάληψη ναρκώνει το πνεύμα του ανθρώπου,
και κατακερματίζει την έκφρασή του. Στη συνείδηση των μαθητών υποβαθμίζεται το μάθημα
της νέας ελληνικής γλώσσας και γραμματικής. Ο μαθητής θεωρεί περιττή την ενασχόληση με
την ποίηση και τη λογοτεχνία, αφού δεν έχουν πρακτικό όφελος.
 Η εκμάθηση δυο ξένων γλωσσών από το δημοτικό σχολείο, τη στιγμή που το νεαρό άτομο
ακόμα δεν έχει αποκτήσει στέρεες βάσεις για την εκμάθηση της μητρικής του γλώσσας. Έτσι,
εντοπίζεται το φαινόμενο πολλά παιδιά να διατυπώνουν καλύτερα τις σκέψεις τους στην
Αγγλική ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα παρά στη Νέα Ελληνική. Αυτό φυσικά δείχνει σε τι
βαθμό έχει αφελληνιστεί όχι μόνο η γλώσσα μας, αλλά και το φρόνημά μας. Άλλωστε με τη
γλώσσα δεν εκφραζόμαστε μόνο, αλλά και σκεπτόμαστε.
2. Ο ρόλος των ΜΜΕ
 Ο εθισμός από μικρή ηλικία στην τηλεοπτική παρακολούθηση οδηγεί το παιδί σε αλλοίωση του
γλωσσικού του αισθητηρίου, σε γλωσσική ανεπάρκεια, σε κακή εκφορά του ελληνικού λόγου.
Τα αμφίβολης ποιότητας γλωσσικά παρασκευάσματα και τα ξενικά ακούσματα δημιουργούν
ένα βαβελικό λεξιλόγιο, ένα νόθο και θνησιγενές γλωσσικό ιδίωμα. Δεν είναι τυχαίο ότι
παρατηρείται υστέρηση στη σωστή άρθρωση και ομιλία. Τα παιδιά, που παρακολουθούν επί
πολλές ώρες τηλεόραση έχουν πολλά ακούσματα σπασμωδικού λόγου, γίνονται δέκτες
διαφόρων βαρβαρισμών και συντακτικών ασυναρτησιών, πράγμα που επιδρά αρνητικά στην
οργάνωση του δικού τους προφορικού και γραπτού λόγου.
 Η γλωσσική ποιότητα των εκπομπών είναι χαμηλή, όπως και η γλωσσική παιδεία των
παρουσιαστών, εκφωνητών και ηθοποιών. Έτσι, δημιουργείται μια ιδιάζουσα «τηλε-γλώσσα»
με πολλές συγχύσεις, επιρροές, με παράλογο λεξιλόγιο και χωρίς περιεχόμενο.
 Η διαφήμιση που κατακρεουργεί την ελληνική γλώσσα. Ο διαφημιστικός λόγος επιδιώκει τον
εντυπωσιασμό, γι’ αυτό και παραβιάζει τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες,
παρατονίζει, αλλοιώνει την ελληνική προφορά, χρησιμοποιεί ξένες λέξεις. Αποκλείει το πνεύμα
και συνηθίζει το άτομο στο λάθος. Επηρεάζει κυρίως το παιδί που δε διαθέτει πνευματικά
αντίδοτα καθώς βρίσκεται σε μια ηλικία που αντί να μαθαίνει βασικές λέξεις, μαθαίνει λέξεις
άδειες και περιττές.
 Οι μεταγλωττισμένες ξένες σειρές με την παραφθαρμένη προφορά και τη λανθασμένη απόδοση
ξενικών ιδιωματισμών που ανατρέπουν το ρυθμό και τη σύνταξη της ελληνικής.
 Η κυριαρχία του πολιτισμού της «εικόνας» που υποκαθιστά το λόγο. Η τηλεοπτική εικόνα
γίνεται πάθος που οδηγεί τους ανθρώπους σε ατέλειωτες ώρες τηλεθέασης, χωρίς να νιώθουν
την ανάγκη να ασχοληθούν με κάποιο λογοτεχνικό ή άλλο σοβαρό και ποιοτικό βιβλίο, που
απαιτεί συγκέντρωση και διανοητική επεξεργασία. Ο θεατής δεν χρειάζεται ούτε τη σκέψη ούτε
τη φαντασία του να κινητοποιεί. Στην εικόνα βλέπει όσα ο ίδιος έπρεπε να σκεφτεί, να
φανταστεί, να αισθανθεί διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό έργο.
 Η έλλειψη καταρτισμένου προσωπικού στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Ο γλωσσικός
λαϊκισμός, η «ξύλινη» κομματική γλώσσα και η κουλτουριάρικη γλώσσα ορισμένων
κοινωνικών ομάδων που χρησιμοποιούν αυτές τις γλωσσικές μορφές από τις στήλες των
εντύπων, παραμορφώνουν τη γλώσσα μας και διαστρέφουν το γλωσσικό μας αισθητήριο.
3. Ο ρόλος των διανοουμένων
Ανάμεσα στη διανόηση και τον απλό λαό έχει διαμορφωθεί ένα χάσμα, που οφείλεται στην
αποκοπή και αποστασιοποίηση των διανοουμένων από τις πραγματικότητες και τα προβλήματα της
καθημερινής ζωής, καθώς και στη μεταφορά αυτούσιων και ανεπεξέργαστων υποδειγμάτων, ιδεών
και ρευμάτων από το εξωτερικό, χωρίς προσβάσεις και διασυνδέσεις με τον ελληνικό χώρο. Η
στάση αυτή οφείλεται στην ανάγκη του Έλληνα διανοουμένου για διάκριση, για αποστασιοποίηση
από τον κοινό θνητό, στην ανασφάλειά του, στην γνώση μιας πνευματικής ρηχότητας, που πρέπει
να συγκαλυφθεί με φραστικά πυροτεχνήματα και λεκτικούς πομφόλυγες. Έτσι, τα απλά πράγματα
καταντούν Ελευσίνια μυστήρια, που απαιτούν ειδική μύηση για να γίνουν κατανοητά. Το
αποτέλεσμά είναι να αναπτύσσεται ένα ιδιάζον γλωσσάρι, ακατάληπτο από τους κοινούς θνητούς.
Οι πνευματικοί άνθρωποι απομονώνονται και περιθωριοποιούνται, συντηρώντας μια ελιτιστική
αντίληψη, χωρίς να συνειδητοποιούν την κοινωνική τους αποστολή για τη μεταλαμπάδευση της
γλωσσικής τους παιδείας.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
1. Η μοναξιά που παγώνει σήμερα τις ανθρώπινες σχέσεις, παγώνει και τη γλώσσα. Γλώσσα
σημαίνει σχέση, επικοινωνία, σύνδεση. Καθώς όμως σήμερα δεν έχουμε την ανάγκη για
επικοινωνία, δεν θέλουμε ούτε και γλώσσα επαρκή για επικοινωνία. Μια κοινωνία που δεν
κοινωνεί, που δεν έχει συλλογικούς στόχους, κοινά οράματα, ποια γλώσσα να μιλήσει;
Περιορίζεται σε έναν στοιχειώδη κώδικα συνεννόησης και το υπόλοιπο της γλωσσικής
έκφρασης γίνεται διαφήμιση, επαγγελματικό ιδίωμα, κομματική συνθηματολογία,
εμπορευματοποιείται. Οι τυπικές επιδερμικές σχέσεις τυποποιούν τη γλώσσα, την κάνουν ρηχή
και λιτή. Οι απαξίες τοποθετούνται στη θέση των ακλόνητων και διαχρονικών αξιών που
χάνονται, καταργείται το μέτρο, επικρατεί μια γενικότερη σύγχυση, που αντανακλάται και στον
τρόπο έκφρασης.
2. Η ζωή στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις είναι ασφυκτική. Η υπερσυσσώρευση ατόμων οδηγεί
στην ανωνυμία και στην αλλοτρίωση, με αποτέλεσμα να ζούμε σε μια κοινωνία απρόσωπη,
όπου δε δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να επικοινωνήσουν ουσιαστικά και να
συναντηθούν ψυχικά, συνεπώς και να καλλιεργήσουν τη γλώσσα τους. Σε αυτές τις πόλεις οι
πολίτες άλλοτε συμπεριφέρονται αγελαία, οπότε παρασύρονται από το γλωσσικό συρμό και
άλλοτε γίνονται ατομικιστές, ακολουθώντας παράλληλους δρόμους, που δυσκολεύουν το
διάλογο, άρα και την εμπέδωση της αξίας της γλώσσας. Ακόμη, στα σύγχρονα αστικά κέντρα, η
ψυχαγωγία έχει βιομηχανοποιηθεί, το προσφερόμενο πολιτιστικό επίπεδο δεν είναι κατάλληλο
για διοχέτευση υγιών προτύπων, είναι αντιπαραδοσιακό, γεγονός που μας απομακρύνει από την
κληρονομιά και, φυσικά τη γλώσσα μας.
3. Η ταχύτητα που απαιτεί ο σύγχρονος ρυθμός ζωής δίνει στη γλώσσα ένα γνώρισμα ριπής.
Καθιερώθηκαν λέξεις και έννοιες κοφτές, σύντομες, γρήγορες. Κυριάρχησαν τα αρκτικόλεξα
κατά τα πρότυπα των τεχνοκρατικών όρων. Θέλουμε να πούμε πολλά σε λίγο χρόνο και να τα
συγκεντρώσουμε σε λίγο χώρο. Η οικονομία χρόνου, χώρου, δυνάμεων, αυτοματοποιεί τον
λόγο, τον συνθηματοποιεί, υποβαθμίζει τη γλώσσα, την κάνει γλώσσα μηχανής, προκάτ.
4. Η υποτίμηση της εθνικής ταυτότητας, η έντονη πολιτιστική εξάρτηση που σε συνδυασμό με την
επιπολαιότητα, το σνομπισμό και το νεοπλουτισμό του Νεοέλληνα οδήγησε στην άκριτη
υιοθέτηση ξένων λέξεων. Το πνεύμα του κοσμοπολιτισμού που έχει λάβει χαρακτήρα
πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, έχει ισοπεδώσει τις εθνικές κουλτούρες και έχει επηρεάσει το
λεξιλόγιο του Νεοέλληνα.
5. Η αποκοπή από τη γονιμοποιό παράδοση- τη λογοτεχνική κληρονομιά –και ο ξενότροπος
χαρακτήρας της ψυχαγωγίας αποτελούν κανάλια εισδοχής ξένων λέξεων και συντακτικών
δομών που αλλοιώνουν τη γλώσσα μας.
6. Η ανάπτυξη της παγκόσμιας επικοινωνίας (τουρισμός, ΜΜΕ, επιστημονικές και αθλητικές
ανταλλαγές) σε συνδυασμό με την ιδιοτυπία της γλώσσας μας ως γλώσσας «περιορισμένης»
από άποψη διεθνούς επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας καθιστούν πιο ευάλωτη τη γλώσσα
στην εισροή ξενικών ιδιωμάτων. Η άλωση ενός λαού δεν εξαρτάται μόνο από την οικονομική
και πολιτικοστρατιωτική του εξάρτηση και υποταγή, αλλά κυρίως από την «πολιτιστική
διείσδυση» των πιο ανεπτυγμένων χωρών. Το ίδιο συμβαίνει και σε μια αναπτυσσόμενη χώρα
όπως η Ελλάδα. Με τον όρο «πολιτιστική διείσδυση» εννοούμε τη διοχέτευση των αξιών, των
προτύπων και γενικά της κουλτούρας ενός λαού σε άλλους. Αυτή διευκολύνεται σήμερα, λόγω
της τεχνολογικής εξέλιξης, με την οποία ελαχιστοποιούνται οι αποστάσεις και η παγκόσμια
κοινή γνώμη διαμορφώνεται πλέον από την κυριαρχία της τηλεόρασης, και της
εμπορευματοποιημένης τέχνης. Ο νέος διεθνής πολιτισμός δε συνθέτει, αλλά ουσιαστικά
καταργεί την πολιτισμική πολυφωνία και στη θέση της επιβάλλει την μονοκρατορία της
αναπτυγμένης Δύσης. Ο πολιτισμικός αυτός «ιμπεριαλισμός» σε συνδυασμό με την
περιορισμένη τεχνογνωσία της Ελλάδας, αλλά και τη γεωγραφική της θέση, που αποτελεί
σταυροδρόμι πολιτιστικής επικοινωνίας Ανατολής-Δύσης, Βορρά-Νότου, ενισχύουν την
αλλοίωση του τρόπου σκέψης, της γλώσσας, του πολιτισμού μας γενικότερα.
7. Την αφομοίωση εμποδίζουν κοινωνικές ομάδες προνομιούχων και μορφωμένων στρωμάτων,
γιατί γνωρίζουν τη «σωστή» μορφή της ξένης λέξης και επιδιώκουν τη διάκριση που αφήνει να
φανεί ότι ξέρουν την ξένη γλώσσα από την οποία προέρχεται η λέξη. Αυτό εξηγεί γιατί λέξεις
όπως γλεντώ, καβγάς, σπίτι, βιβλίο, έχουν αφομοιωθεί και εξελληνιστεί, ενώ λέξεις όπως
πόκερ, λικέρ, βαλς, ουδέποτε εξελληνίστηκαν.
Συμπέρασμα = Η γλωσσική υποβάθμιση δεν είναι καθαρό γλωσσικό φαινόμενο, είναι πρωτίστως
κοινωνικό. Εξάλλου, όπως εύστοχα ειπώθηκε, «δεν υπάρχουν υποβαθμισμένες γλώσσες, αλλά
υποβαθμισμένες κοινωνίες»
ΗΘΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
1. Το λεξιλόγιο μιας εποχής δείχνει τα αισθήματα της. Μια-μια σβήνουν από τη γλώσσα μας
λέξεις μεγάλες, όπως η τιμή, η αξιοπρέπεια, η φιλία….. «Δεν αισθανόμαστε πως το να λείπουνε
από το στόμα μας τέτοιες λέξεις, σημαίνει πως σβήσανε από μέσα μας οι ευγενέστερες φλέβες
του ανθρώπινου μεγαλείου». Η γλώσσα καθρεφτίζει σήμερα το ήθος ενός λαού ανερμάτιστου,
ευκολόπιστου, λαϊκιστή στο φρόνημα. Ο Μαβίλης κάποτε διακήρυξε «Δεν υπάρχει χυδαία
γλώσσα, υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι».
ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
1. Η κομματικοποίηση της γλώσσας. Η αντίληψη πως όσοι είναι ενταγμένοι σε ένα κόμμα θα
πρέπει να διαφοροποιηθούν γλωσσικά από τους οπαδούς άλλων κομμάτων ή από ομιλητές της
γλώσσας που δεν είναι κομματικά ενταγμένοι.
2. Ξύλινη γλώσσα – Γλωσσικός λαϊκισμός. Τα αρνητικά γλωσσικά πρότυπα αναπαράγονται από
την πολιτική ηγεσία που συχνά χρησιμοποιεί μια ξύλινη και κομματική γλώσσα, προωθεί τη
συνθηματολογία για ψηφοθηρικούς σκοπούς. Άλλοτε πάλι, οι πολιτικοί ενισχύουν, μια
λαϊκιστική και όχι φιλολαϊκή πολιτική, όπως θέλουν κάποιοι να φαίνεται, για να κολακέψουν το
λαό ότι προωθούν επίσημα τη γλώσσα του, ενώ στην ουσία προωθούν μια γλώσσα απλοϊκή και
καθόλου ποιοτική. Αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού του μορφωτικού επιπέδου, μέσω της κρίσης της
γλώσσας (διαλεκτική σχέση νου-γλώσσας), ευνοεί ορισμένους ισχυρούς, που δεν επιδιώκουν
την αφύπνιση του λαού, για να μην αμφισβητούνται οι ίδιοι και το σύστημα. (Σημείωση = Έχει
μεγάλη σημασία να μιλά σωστά ελληνικά ο πολιτικός α) για λόγους διαπαιδαγώγησης των
πολιτών, β) για λόγους εξοικείωσης του λαού με την ορθή έκφραση, γ) γιατί ευθύνη απέναντι
στη γλώσσα σημαίνει ευθύνη απέναντι στη σκέψη του πολίτη, δ) γιατί σεβασμός προς τη
γλώσσα σημαίνει ενίσχυση των μηχανισμών εκείνων που την καθιστούν πιο παραγωγική, ε)
γιατί σεβασμός στη γλώσσα σημαίνει συμβολή στην απελευθέρωση του πολίτη, στ) γιατί
ενδυναμώνει τη σκέψη του ακροατηρίου και οδηγεί στην αμφισβήτηση της εξουσίας).
3. Η μαζοποίηση και η συνθηματολογία οξύνουν τη γλωσσική κρίση. Οι άνθρωποι
συσσωρεύονται ασφυκτικά στα αστικά κέντρα και αυτά με τη σειρά τους, επεκτείνονται και
αποκτούν μια ομοιομορφία. Μέσα σε αυτή την ομοιογένεια εκείνο που λείπει από τους
ανθρώπους είναι η ταυτότητα. Αυτή υπόσχεται να δώσει στο άτομο η στολή, το σύνθημα, η
ένταξη σε μια ομάδα. Το σύνθημα προέρχεται από την αδυναμία των ανθρώπων να σκεφθούν,
με αποτέλεσμα ο πολιτισμένος διάλογος και η συζήτηση με επιχειρήματα να καταρρέουν.
ΑΙΤΙΑ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΕΝΔΕΙΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
Στα παραπάνω αίτια θα προσθέσουμε τα εξής:
1. Η γλώσσα είναι το μέσο ανταρσίας των νέων. Οι νέοι κάνουν αλλοιώσεις και αλλαγές,
χρησιμοποιούν νεολογισμούς, λέξεις υβριστικές, λέξεις που φτιάχνουν σε μίμηση της αργκό,
ξένες λέξεις. Με τον τρόπο αυτό περιφρονούν αρχές και αξίες, αρνούνται να προσαρμοστούν,
εκδηλώνουν το νεωτεριστικό τους πνεύμα.
2. Οι νεανικές ηλικιακά ομάδες διακρίνονται πάντα από την τάση να διαφοροποιούνται με το
ντύσιμο, την αισθητική του σώματος, τη συμπεριφορά και τη γλώσσα. Η λεγόμενη γλώσσα των
νέων αποτελεί κώδικα εξατομικευμένο της ηλικιακής τους ομάδας, γλωσσική παραλλαγή που
διαφοροποιεί τους χρήστες της κατασκευάζοντας συγχρόνως τη συνοχή της ομάδας. Οι
αποκλίσεις της γλώσσας τους από τη ρυθμισμένοι παραλλαγή, οι νεολογισμοί και οι
γραμματικές παραβιάσεις εκφράζουν τις αλλαγές στα πρότυπα συμπεριφοράς, τις ιδέες, τις
αξίες και τους κανόνες που ρυθμίζουν την επικοινωνία. Είναι λοιπόν πιθανό ότι η
ιδιωματικότητα και αναρχία της γλώσσας των νέων δεν οφείλονται τόσο στην «ελλιπή» τους
παιδεία όσο στην ανάγκη τους να ενταχθούν σε μια ομάδα.
3. Η απουσία μελέτης και επαφής με το βιβλίο σε μια εποχή «ήσσονος» προσπάθειας, σε
συνδυασμό με τον άγονο μιμητισμό και τα συμπλέγματα κατωτερότητας απέναντι σε ξένα
στοιχεία και τρόπους ζωής, αποπροσανατολίζουν τους νέους, ώστε το ενδιαφέρον τους για τη
γλώσσα ατονεί σημαντικά. Όταν μάλιστα απουσιάζουν και από την οικογένεια τα κατάλληλα
εκείνα πνευματικά ερεθίσματα, που ανανεώνουν τη γλωσσική ταυτότητα των νέων
(πολυπλοκότητα ρόλων των γονέων, έλλειψη επαφής, απουσία βιβλιοθηκών κ.λπ.), τότε το
πρόβλημα οξύνεται.
4. Πρόκειται για ταξικό φαινόμενο.
Ανώτερες τάξεις: α) μεγαλύτερες ευκαιρίες πρόσβασης στην πολιτιστική ζωή, β) περισσότερα
ερεθίσματα από το περιβάλλον τους, γ) οικονομική άνεση και ελεύθερος χρόνος για να φοιτήσουν
επαρκώς και να περάσουν από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Κατώτερες τάξεις: α) αμεσότητα στην παραγωγή τυποποιημένες εκφράσεις συναλλαγής,
περιορισμός στο λεξιλόγιο, β) λιγότερα ερεθίσματα και ευκαιρίες καλλιέργειας, γ) αδυναμία
πρόσβασης στο χώρο της κουλτούρας λόγω οικονομικών δυσχερειών, δ) υψηλό ποσοστό
αναλφαβητισμού γλώσσα χωρίς υποδομή και σταθερότητα αλλοιώνεται,
φθείρεται, εφόσον δεν ανανεώνεται.
Σημείωση = Η γλωσσική πενία είναι και ταξικό φαινόμενο. Ωστόσο η οικονομική κατάσταση δεν
προδιαγράφει πάντα την πνευματική καλλιέργεια και τη γλωσσική επάρκεια. Ούτε πάντα τα παιδιά
των κατώτερων τάξεων είναι καταδικασμένα στην αφασία και στο πολιτιστικό περιθώριο.

Είναι η νεανική ιδιόλεκτος κατώτερης ποιότητας γλώσσα ;
Η νεανική ιδιόλεκτος δεν αποτελεί μιαν άλλη γλώσσα ή μια συνθηματική γλώσσα (αργκό), αλλά
πρόκειται για την κοινή γλώσσα με λιγότερο ή περισσότερο έντονες αποκλίσεις στο λεξιλογικό και
μορφοσυντακτικό επίπεδο. Ο ιδιαίτερος αυτός γλωσσικός κώδικας χαρακτηρίζεται από μιαν έντονη
διαφοροποίηση που υπαγορεύεται από τη νοοτροπία, την ιδιοσυγκρασία, τη σχολική μόρφωση, τη
στάση ζωής, τους κοινωνικοπολιτικούς στόχους, τις διαφορετικές ανάγκες επικοινωνίας, τα
διαφορετικά διαβάσματα και ακούσματα των νέων. Δεν πρόκειται για έναν ομοιογενή και συμπαγή
κώδικα, αλλά για επιμέρους γλωσσικούς κώδικες, καθώς η νεολαία δεν αποτελεί μια ομοιογενή
κοινωνική ομάδα αλλά ένα κοινωνικό στρώμα, με αναμφισβήτητα κοινά σημεία αναγνώρισης αλλά
και με έκδηλες διαφορές. Οι περισσότεροι ερευνητές επισημαίνουν δυο επιμέρους γλωσσικούς
νεανικούς κώδικες που παραβιάζουν τους κανόνες της επίσημης γλωσσικής έκφρασης, α) τη
γλώσσα των φοιτητών (το λεξιλόγιό τους είναι αρκετά πλούσιο ώστε να καλύπτει θέματα
πολιτικού, ιδεολογικού και κοινωνικού περιεχομένου, ωστόσο όταν μιλούν μεταξύ τους
εφευρίσκουν νεολογισμούς, παραβιάζουν τους κανόνες τονισμού, δανείζονται τύπους από την
αργκό) και β) τη γλώσσα των περιθωριακών νέων (εντονότερη τάση για απόκλιση από τη
συμβατική γλώσσα, την επικοινωνία της ομάδας αυτής τη διακρίνει η συχνή χρήση ξενισμών και
αντωνυμικών περιφράσεων). Τα τελευταία χρόνια ακούγονται συχνά ιερεμιάδες για την κακής
ποιότητας γλώσσα των νέων, που αποκλίνει από το επίσημο πρότυπο. Η γλωσσική ποιότητα,
ωστόσο, είναι γλωσσικό άτοπο, γιατί το πρότυπο της επίσημης γλώσσας δεν μπορεί κανείς
ομιλητής να το χρησιμοποιήσει, για να εκφράσει, για παράδειγμα, την αγανάκτησή του, τον
σαρκασμό, την περιπαιχτική διάθεση, την αμφισβήτηση, την οικειότητα….Άπειρα παραδείγματα
που διατυπωμένα στην επίσημη παραλλαγή αλλάζουν τελείως νόημα, οπότε η εφαρμογή της
ποιότητας σημαίνει καταστροφή της επικοινωνίας (Η Φραγκουδάκη στο βιβλίο της αναφέρει το
εξής παράδειγμα : «Η φράση της φοιτήτριας “θέλετε να πάμε ένα σινεμαδάκι, ρε παιδιά;” δεν
μπορεί να γίνει “θέλετε να πάμε στον κινηματογράφο, παιδιά;” γιατί χάνεται η οικειότητα και οι
συναισθηματικοί δεσμοί»).
· Οι ομοιογενείς γλωσσικές κοινότητες είναι ένας μύθος. Κάθε εθνική γλώσσα δεν είναι ούτε
ενιαία ούτε ομοιογενής, αλλά εμπεριέχει πλήθος τοπικών ή κοινωνικών διαλέκτων, επομένως η
κοινωνική πολυγλωσσία στο εσωτερικό της γλωσσικής κοινότητας είναι ένα φαινόμενο
καθολικό.
· Η κοινωνική πολυγλωσσία είναι λειτουργική. Πράγματι, οι διάφορες παραλλαγές που
μιλιούνται είναι κατάλληλες για διαφορετικές συνθήκες επικοινωνίας. Η λειτουργικότητα της
σχολικής – επίσημης γλώσσας είναι διαφορετική από τη λειτουργικότητα άλλων κωδίκων που
χρησιμοποιούν οι νέοι σε διαφορετικές επικοινωνιακές συνθήκες. Έτσι, ενώ η σχολική
παραλλαγή μεταδίδει μηνύματα απόστασης και τυπικών σχέσεων, αποτυπώνει την κοινωνική
ιεραρχία, νομιμοποιεί τον πομπό έμμεσα αποδίδοντας του την ιδιότητα του γνώστη, εκφράζει
κυριαρχία της λογικής πάνω στα συναισθήματα, αποτελεί ένα μέρος της κοινωνικής
ορθοέπειας, είναι εντελώς ακατάλληλη σε διαφορετικές επικοινωνιακές συνθήκες. Σε όλες τις
γλώσσες υπάρχουν περισσότερες παραλλαγές, που χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, ανάλογα με
τις συνθήκες της επικοινωνίας και τις προθέσεις των ομιλητών. Η εμπειρική μελέτη της
γλωσσικής πράξης αποκαλύπτει την ικανότητα των ομιλητών να περνούν από τον ένα κώδικα
στον άλλο ή να παρεμβάλλουν στην ομιλία τους στοιχεία από άλλους κώδικες όταν αυτό
κρίνεται αναγκαίο. Σε τελική ανάλυση, την ποιότητα της γλώσσας των νέων δεν την ορίζει η
ακαμψία στην προσαρμογή, αλλά αντίθετα , η ικανότητά τους να εναλλάσσουν τους κώδικες
και να προβαίνουν σε εκείνες τις γλωσσικές και συντακτικές επιλογές που εξασφαλίζουν τη
μεγαλύτερη επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα.
· Η κοινωνική κατασκευή του «σωστού» και του «λάθους» στη γλώσσα δεν στηρίζεται από
επιστημονική άποψη, γιατί ταυτίζει αυτή την εξαιρετική και τόσο περίπλοκη ικανότητα με την
τεχνική γνώση και την εφαρμογή κάποιων κανόνων και μάλιστα στατικών. Κάθε περιγραφή της
γλώσσας με όρους ανωτερότητας και κατωτερότητας αποτελεί μεταφορά στο γλωσσικό επίπεδο
κοινωνικών διακρίσεων και αξιολογήσεων. Στην προσπάθεια υποτίμησης της νεανικής
ιδιολέκτου και στη συλλήβδην αξιολόγησή της ως κατώτερης ή κακής ποιότητας υφέρπει ένας
ιδιότυπος κοινωνικός ρατσισμός, που στοχεύει στη κατασκευή μιας προκατάληψης κατά των
νέων. Υφαίνεται ο μύθος που θέλει τους νέους άγλωσσους, ανώριμους, επιπόλαιους.
Συμπέρασμα = Από τη μια δεν μπορεί κανείς να εθελοτυφλήσει μπροστά στις ποικίλες περιπτώσεις
κακοποίησης της γλώσσας μας από τους νέους και στη γενικότερη αδυναμία να χειρίζονται με
επάρκεια τον προφορικό και γραπτό κώδικα επικοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, αν τελικά
αφομοιωνόταν η ιδιόλεκτος των νέων από την επίσημη παραλλαγή της εθνικής γλώσσας, και οι
νέοι άρχιζαν να μιλούν σε όλες τις επικοινωνιακές συνθήκες την ίδια γλώσσα, τότε : α) ο
σημασιολογικός τους πλούτος θα φτώχαινε, β) θα έχανε η γλώσσα τους τις δυνατότητες να παράγει
λανθάνοντα μηνύματα κοινωνικής αμφισβήτησης, γ) θα έχανε τη δυνατότητα να παράγει μηνύματα
κοινής ταυτότητας και συνοχής. Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί πως οι γλωσσικές ιδιαιτερότητες
των νέων δεν αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια πάνω στο στρώμα της γλώσσας. Και αυτό δεν είναι
τυχαίο αφού οι νέοι κάθε γενιάς με την ενηλικίωσή τους σταδιακά αποποιούνται ένα μεγάλο μέρος
από τα στοιχεία της προηγούμενης κοινωνικής διαφοροποίησης και αμφισβήτησής τους.
ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
 Η υποβάθμιση της γλώσσας υπονομεύει τον πολιτισμό, τις Τέχνες και τα Γράμματα, ευνοεί τη
μονοδιάστατη και δογματική σκέψη, τη χειραγώγηση , μαζοποίηση και ετεροκατεύθυνση των
ανθρώπων.
 Επειδή η γλώσσα μας ταυτίζεται με την εθνική μας ταυτότητα και αποτελεί το κατεξοχήν
διαφοροποιητικό και διακριτικό μας γνώρισμα έναντι των άλλων λαών, η εκούσια υπονόμευσή
της και παραμέλησή της συνεπάγεται την άμβλυνση της εθνικής μας ιδιοσυστασίας. Η γλώσσα
αποτελεί για τον Έλληνα το τελευταίο του προπύργιο σε μια εποχή που δεν είναι πλέον
αυτόφωτος, αλλά ζει κάτω από τη σκιά άλλων λαών.
 Η επικοινωνία δυσχεραίνεται λόγω αμφισημιών και ελλιπούς λεξιλογίου. Αυτό έχει αρνητικές
συνέπειες και στο δημοκρατικό διάλογο, το στυλοβάτη του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Απουσιάζει ο ώριμος πολιτικός λόγος με τα ολοκληρωμένα επιχειρήματα και τις σοβαρές,
αξιόλογα διατυπωμένες προτάσεις.
 Κοινωνική κρίση, έλλειψη ουσιαστικής επαφής και επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων.
 Περιορισμός στη γλώσσα σημαίνει περιορισμός στη σκέψη, στη φαντασία, στο συναίσθημα.
Άμορφη γλώσσα σημαίνει άμορφη σκέψη, γλωσσική σύγχυση σημαίνει και πνευματική
σύγχυση (διαλεκτική σχέση σκέψης-γλώσσας).
 Λέξεις που εκλείπουν από το καθημερινό λεξιλόγιο, χάνονται σιγά-σιγά από τη μνήμη, τη
νόηση και τον ψυχισμό μας. Η ύπαρξη μιας έννοιας οφείλεται στη σημασιολογική απόδοση της
με μια λέξη. Εάν δεν υπήρχε η λέξη «αλήθεια», δεν θα υπήρχε και η έννοια «αλήθεια». Το
συμπέρασμα θα έπρεπε να προκαλέσει πανικό, αν αναλογισθεί κανείς τη μορφή που θα πάρει η
ζωή του ανθρώπου στο μέλλον.
 «Και θα μπορούσε κανείς να προβλέψει ότι με τον καιρό η Νέα Ομιλία θα προφερόταν ολοένα
και περισσότερο με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, γιατί ο αριθμός των λέξεων ολοένα θα
μειωνόταν και η έννοια τους ολοένα θα περιοριζόταν. Όταν η Παλαιά Ομιλία θα εκτοπιζόταν,
θα έσπαζε και ο τελευταίος δεσμός με το παρελθόν». (Τζώρτζ Όργουελ, «1984»)
ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 Προσωπική ευαισθητοποίηση του κάθε ατόμου : κριτική σκέψη, επαφή με βιβλίο, αυτοκριτική,
ανάληψη πρωτοβουλιών με συμμετοχή σε συνέδρια, ειδικές εκδηλώσεις για το γλωσσικό
πρόβλημα.
 Ιεράρχηση των αναγκών μας και συνειδητοποίηση του κινδύνου, προσπάθεια αποφυγής του
φαινομένου της εξαθλιωτικής εξομοίωσης.
 Αφού η γλώσσα καθρεφτίζει τον τρόπο ζωής και σκέψης του ανθρώπου, η προστασία της δεν
μπορεί να επιτευχθεί όσο αυτός θα συνεχίσει να ζει με βάση ξένα πρότυπα και να σκέπτεται με
βάση νέες αξίες. Ο αγώνας για τη γλωσσική καλλιέργεια είναι σύστοιχος με τον αγώνα για τη
διαφύλαξη της παράδοσης και την προσπάθεια τόνωσης της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής
της κοινωνίας μας. Γιατί όσο τα πολιτιστικά δρώμενα ατονούν, τόσο πιο επιρρεπής θα γίνεται ο
άνθρωπος στις ξενικές επιρροές ως προς τον τρόπο σκέψης, έκφρασης και ζωής. Και μόνο όταν
νιώσει επάρκεια και πληρότητα με τα πνευματικά και πολιτιστικά δημιουργήματα του τόπου
του, θα πάψει να μιμείται δουλικά τη γλώσσα και τα πρότυπα των ξένων.
 Καλλιέργεια ουσιαστικού διαλόγου και γνήσιων διαπροσωπικών σχέσεων, που ανοίγουν το
δρόμο στη γλωσσική καλλιέργεια.
 Προσπάθεια από τον άνθρωπο να κατανοήσει τον πραγματικό του προορισμό, ώστε να
ισορροπήσει τον πνευματικό με τον υλικοτεχνικό πολιτισμό.
 Διεκδίκηση μέσα από φορείς μιας ανανεωμένης και ουσιαστικής γλώσσας.
 Ρόλος φορέων αγωγής :
· Εκπαίδευση = 1) πρέπει να γίνει γνωστή η γλώσσα σε όλη την ιστορική της διαδρομή, την
αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεοελληνική φάση της, 2) ύπαρξη οργανωμένων δανειστικών
βιβλιοθηκών, 3) ειδικό πρόγραμμα που αφορά εργασίες, ώστε να καλλιεργείται η ουσιαστική
επαφή με το βιβλίο, 4) παιδεία ανθρωποκεντρική, που να αποσκοπεί στη συγκρότηση
υπεύθυνων πολιτών, 5) καθηγητές ικανοί όχι μόνο να μεταδώσουν γνώσεις αλλά και να
γεννήσουν στην ψυχή των νέων αισθήματα αγάπης και σεβασμού για τη γλώσσα τους.
· Οικογένεια = 1) ουσιαστική επικοινωνία, 2) πολύπλευρα ενδιαφέροντα στο νέο, 3) αποφυγή
τυποποιημένων λέξεων.
· ΜΜΕ = 1) έλεγχος από τους υπεύθυνους φορείς για τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι
δημοσιογράφοι, 2) αυτοέλεγχος λειτουργών, 3) εκπομπές επιμελημένες από πνευματικούς
ανθρώπους.
· Πολιτεία = 1) οικονομικές διευκολύνσεις στους νέους για τη συμμετοχή τους σε
πολιτιστικές δραστηριότητες, 2) προβολή του πολιτισμού προς όλα τα κοινωνικά στρώματα,
έτσι ώστε η κουλτούρα να μην είναι προνόμιο των λίγων, 3) λήψη μέτρων για την
καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, 4) κατάλληλα πρότυπα ως προς την έκφραση από τους
πολιτικούς.
· Πνευματική ηγεσία = 1) ρόλος διαφωτιστικός για τη σπουδαιότητα της γλώσσας για το
άτομο και το έθνος, 2) επισήμανση των γλωσσικών σφαλμάτων και αγώνας από μέρους τους
για νέο προσανατολισμό της εκπαίδευσης.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ

Ο ρόλος που καλείται να παίξει η ελληνική γλώσσα στα πλαίσια της πολυεθνικής,
πολυπολιτισμικής και πολύγλωσσης Ευρώπης είναι πολύ σημαντικός, αρκεί να ξεφύγουμε από τις
παραπλανητικές θεωρίες σχετικά με την «υποβαθμισμένη» ή «κατώτερης ποιότητας» γλώσσα μας.
Ο Ουμπέρτο Έκο σε μια συνέντευξή του ανέφερε : «Δεν πρέπει ούτε για ένα λεπτό να
φανταστούμε ότι μπορούμε να συλλάβουμε μιαν Ευρώπη χωρίς την ακριβή έννοια της εθνικότητας.
Το πρόβλημα είναι ότι το στοιχείο της ταυτότητας πρέπει να συνενωθεί, να συγχωνευτεί με την
πολύγλωσση προοπτική σε μια Ευρώπη των πολυγλώσσων». Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη αξία η
καλλιέργεια της κάθε εθνικής γλώσσας σε όλους τους τομείς του πολιτισμού. Έχει μεγάλη σημασία
η δυνατότητα της κάθε γλώσσας να επηρεάζει και όχι μόνο να επηρεάζεται. Μέσα στην
αναπόφευκτη «γλωσσική βαβέλ» της Ενωμένης Ευρώπης – αναφέρει ο καθηγητής Μπαμπινιώτης –
η επαφή με την ελληνική γλώσσα, θα αποτελεί στην πράξη άμεση επαφή με πρώτες έννοιες και
θεμελιώδεις πηγές του δυτικού πολιτισμού, πλησίασμα σε βασικές δομές της σκέψης, σταθερό
σημείο αναφοράς στην αναμενόμενη σύγχυση. Άλλωστε οι αξίες στις οποίες στηρίχθηκε ο
σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι εκφρασμένες σε ελληνικά κείμενα και σε ελληνική
γλώσσα. Η Ευρώπη – αναφέρει ο Καργάκος – περνά μια μεγάλη πνευματική κρίση. Γι’ αυτό
ξαναγυρίζει στα αρχαία ελληνικά. Η Ελλάδα σε μια τέτοια εποχή πρέπει να είναι παρούσα, όπως
στα χρόνια της Αναγέννησης, για να βοηθήσει την ευρωπαϊκή παιδεία. Η γλώσσα είναι το αίμα του
πνεύματος, έγραψε κάποιος διανοητής και η ελληνική είναι το αίμα του ευρωπαϊκού πνεύματος. Η
γλωσσική μας πολιτική πρέπει να δομηθεί στα εξής στοιχεία :
 Αμυντική πολιτική απέναντι στην τάση κυριαρχίας των ισχυρών γλωσσών.
 Ευρηματική πολιτική που θα δημιουργεί κίνητρα, για να μαθαίνουν οι αλλόγλωσσοι την
ελληνική γλώσσα.
 Συντονισμός των ενεργειών για να μην καταργηθεί η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής
γλώσσας και γραμματολογίας στα σχολεία της Ευρώπης και για να πληθύνουν οι έδρες της
κλασσικής φιλολογίας στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
 Οργάνωση της μετάφρασης και κυκλοφορίας σύγχρονων έργων λογοτεχνίας και ποίησης στις
ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να δοθεί η δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με το σύγχρονο ελληνικό
πνεύμα και να παρακινηθούν έτσι να μάθουν την ελληνική γλώσσα.
Ένα τέτοιο εγχείρημα :
1. θα αποκαταστήσει το κύρος της χώρας μας στο εξωτερικό
2. θα νιώσουμε την ικανοποίηση ότι είμαστε πρωτοπόροι των εξελίξεων
3. θα αποκτήσουμε αντισώματα για την απόκρουση κάθε ξενικού στοιχείου. Θα αντιληφθούμε το
βάρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ
ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
 Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα χρησιμοποιούν τις λεγόμενες «ολοκληρωτικές γλώσσες», οι
οποίες στηρίζονται στη βουλητική λειτουργία της γλώσσας. Με αυτήν προσπαθούν να κάμψουν
τη βούληση του δέκτη, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωση του, την ολοσχερή
εξάρτησή του και την πλύση του εγκεφάλου του.
 Η γλώσσα αποτελεί πεδίο κοινωνικών αγώνων. Η λέξη είναι το ιδεολογικό σημείο το οποίο
κοινωνικά είναι πολυτονισμένο. Την ίδια γλώσσα χρησιμοποιούν οι ομιλητές που ανήκουν σε
διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Συνεπώς μέσα σε κάθε λέξη δεν μπορεί παρά να συγκρούονται
αντιφατικοί δείκτες αξίες. Έτσι η κυρίαρχη τάξη προσπαθεί να καλύψει τους άλλους τόνους από
την λέξη και να επιβάλει τον έναν, τον δικό της τονισμό.

 Η γλώσσα της εξουσίας χαρακτηρίζεται από λανθάνοντα σημαινόμενα, υποκριτικές δομές του
λόγου, ταρτουφικά (υποκριτικά / φαρισαϊκά) μηνύματα, κενή επιχειρηματολογία, μεγαλόσχημο
παραλλαγμένο λόγο, θαμμένη αλήθεια. Πιο συγκεκριμένα, οι διάφορες μορφές εξουσιαστικού
λόγου (λόγοι πολιτικών, διατάγματα, προκηρύξεις, διαφημίσεις, άρθρα σε εφημερίδες,
νομοθεσία) είναι πομπώδεις, ψυχρές και απρόσωπες. Πομπώδεις γιατί στοχεύουν στον
εντυπωσιασμό και ως μέσο για την πρόκλησή του μετέρχονται τη χρήση εξεζητημένων λέξεων,
τη συσσώρευση επιθέτων, την περίπλοκη σύνταξη. Ψυχρές και απρόσωπες, γιατί αφενός ρέπουν
προς τη συνθηματολογία και τη στερεότυπη διατύπωση και αφετέρου προβάλλουν το χρήστη
όχι ως υποκείμενο αλλά ως φορέα εξουσίας.
 Με ελλειπτικές και ονοματικές προτάσεις καθώς και τη χρήση ουσιαστικών που συνοδεύονται
από προσδιορισμούς υπογραμμίζονται ως αυταπόδεικτες αλήθειες κάποιες απόψεις με τρόπο
δογματικό και απόλυτο. Ο πομπός επιβάλλει στο δέκτη την αναπαραγωγή σεβαστών αξιών ή
θεσμών.
 Ο ονοματικός λόγος κυριαρχεί, ενώ περιορίζεται ο ρηματικός λόγος ή κάθε άλλος λόγος
παραστατικός που με την ευκρίνεια και την ενέργειά του μπορεί να οδηγήσει τους πολίτες σε
δραστική σκέψη.
 Προτιμώνται οι εξακολουθητικοί λόγοι, οι οποίοι αφανίζουν τις συγκεκριμένες χρονικές
στιγμές και τονίζουν τη διάρκεια και την αιωνιότητα.
 Η γλώσσα της εξουσίας προτιμάει συχνά το λεκτικό συμβολισμό, ο οποίος μέσα από το
μονοσήμαντο και κατευθυνόμενο μονόλογο, φιλικό συχνά, καλλιεργεί την αοριστία, τη
γενικότητα, την ασάφεια, την ταυτολογία, τη μυστικοπάθεια, τον ημικαταληπτό λόγο.
 Μέσω των λόγων των δικτατόρων, για παράδειγμα, επιδιώκεται συνήθως η δημιουργία
αποστάσεων και χάσματος ανάμεσα στον πομπό που είναι «σοφός», «παντογνώστης»,
«παντοδύναμος», και στο δέκτη ο οποίος πρέπει να αισθάνεται ασήμαντος, κατώτερος και γι’
αυτό εξαρτημένος από τον πομπό.
 Από την πλευρά του περιεχομένου η γλώσσα της εξουσίας μηδενίζει τη σκέψη και την κριτική,
καθώς επιβάλλει με δογματικότητα και απολυτότητα τα «αναμφισβήτητης» αξίας μηνύματα του
πομπού. Μια τέτοια γλώσσα είναι συνήθως αποστεωμένη και μουσειακή, αφού δεν ερευνά, δεν
κρίνει, δεν συσχετίζει, δε διαλέγεται, αλλά συντηρεί και μεταφέρει με μεγαληγορία και
βεβαιότητα «αιώνιες και μοναδικές» αξίες και αλήθειες.
 Ο εξουσιαστικός λόγος απορρίπτει λεκτικούς τύπους της καθομιλουμένης και παρακολουθεί με
μια ορισμένη χρονική καθυστέρηση την εξέλιξή της. Μένει, λοιπόν, προσηλωμένες σε
προγενέστερες γλωσσικές μορφές, στην προσπάθεια του να αντλήσει πρόσθετη δύναμη από το
κύρος και την αίγλη αυτών των μορφών.
 Η γλώσσα της εξουσίας είναι αυταρχική, αφού δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου και ο δέκτης
παίρνει εντολή να συντονίζεται στα μηνύματα του πομπού. Είναι μια γλώσσα υπερβατική, αφού
αγνοεί τις ποικίλες μορφές της καθημερινότητας και χρησιμοποιεί έννοιες με φορτισμένο
(ιδεολογικά, εθνικά, ηθικά) εννοιολογικό περιεχόμενο. Τέτοιες έννοιες είναι η «πατρίδα», ο
«λαός», «το εθνικό συμφέρον», που με την αναφορά τους προσφέρουν αυτονόητη ιδεολογική
στήριξη σε κάθε πολιτικό επιχείρημα, έστω και αν είναι παραπλανητικό, αβάσιμο και λαθεμένο.
Επομένως, η γλώσσα της εξουσίας είναι γλώσσα νομιμοποίησης, διατήρησης και διαιώνισης
της εξουσιαστικής επιβολής.
 Η γλώσσα μιας τέτοιας εξουσίας είναι γλώσσα φθοράς και διαφθοράς και όχι γλώσσα
επικοινωνίας, αφού διασαλεύεται αυθαίρετα η σχέση συμβόλων και συμβολιζομένων, καθώς τα
σημεία φορτίζονται με τα αντίθετά τους σημασιολογικά φορτία. Είναι γνωστό, για παράδειγμα,
ότι σε ολόκληρο τον κόσμο οι δικτατορίες επιβάλλονται εν ονόματι της σωτηρίας των
δημοκρατικών ελευθεριών των λαών.
Η στάση των πολιτών απέναντι στην επικίνδυνη γλώσσα της εξουσίας.
 Ενημέρωση και διαρκής επαγρύπνηση.
 Συμμετοχή στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, ώστε να έχει διαμορφωμένη πολιτική σκέψη.
 Άσκηση ελέγχου στην εξουσία.
 Δυναμική αντίσταση απέναντι σε ατασθαλίες και ποικίλες παραβιάσεις.
 Ανάπτυξη κριτικής ικανότητας.
 Κοινωνική συναίνεση - συνεργασία πολιτών για συλλογική αντίδραση.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ «Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, ΟΠΩΣ ΑΡΘΡΩΘΗΚΕ ΣΤΗΝ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΟΔΗΓΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Ο ελληνικός λόγος με τον τρόπο που αρθρώθηκε στην αρχαία Ελλάδα είναι συνδεδεμένος με αξίες
όπως η ανθρωπιστική παιδεία, το μέτρο, η δημοκρατία, η δικαιοσύνη και η αξιοκρατία, το
αθλητικό ιδεώδες, το πνεύμα του Ολυμπισμού…. Όλες αυτές η αξίες, αξίες ανθρωπιστικές,
βοηθούν τον άνθρωπο να ξεφύγει από το σύγχρονο βιομηχανοποιημένο τρόπο ζωής και το
τεχνοκρατικό μοντέλο, ώστε να καλλιεργηθεί πνευματικά και ηθικά και να μην είναι επιρρεπής
στον άκρως υλιστικό και καταναλωτικό τρόπο ζωής, που σήμερα έχει επικρατήσει. Η αναβίωση
λοιπόν αυτών των αξιών του αρχαιοελληνικού πολιτισμού μπορεί να αναβαθμίσει την ποιότητα
ζωής. Συγκεκριμένα, στην εποχή μας, παρά τη γενικότερη άνοδο του πνευματικού επιπέδου, οι
περισσότεροι προσκολλώνται στην ειδίκευση και γίνονται πνευματικά μονομερείς ή εφησυχάζουν,
με αποτέλεσμα εύκολα να μαζοποιούνται και να χειραγωγούνται. Γι’ αυτό η προώθηση αξιών όπως
η σφαιρική ανθρωπιστική παιδεία των αρχαίων προγόνων μας καθώς και η καλλιέργεια του υγιούς
ορθολογισμού, αξίες το νόημα των οποίων διατυπώθηκε στη γλώσσα μας και έγινε πράξη με τον
τρόπο ζωής των Ελλήνων, μπορούν να οδηγήσουν σήμερα τον άνθρωπο στο αγαθό της
πνευματικής ελευθερίας, μακριά από φαινόμενα προπαγάνδας, μονοδιάστατου τρόπου σκέψης και
ετεροκατεύθυνσης. Παράλληλα η θεοποίηση της ύλης και του χρήματος στις μέρες μας έκαναν τον
άνθρωπο χρησιμοθήρα και ωφελιμιστή. Συμπεριφέρεται συνήθως ατομικιστικά, χωρίς σεβασμό
στον συνάνθρωπο, και γενικότερα παρατηρείται ηθική χαλάρωση και κατάρρευση αξιών. Για να
ξεφύγει λοιπόν από αυτή την ηθική απογύμνωση έχει ανάγκη από αξίες όπως ο ανθρωπισμός και το
μέτρο που πρωτοδιατυπώθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες και έγιναν καθημερινό βίωμα.
Μελετώντας λοιπόν ο σύγχρονος άνθρωπος τον ελληνικό λόγο έρχεται σε επαφή με υψηλές ηθικές
αρετές και ιδανικά που μπορούν να τον απομακρύνουν από τις υπερβολές του σύγχρονου υλιστικού
τρόπου ζωής. Από την άλλη πλευρά, σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λόγος ήταν
εκείνος στον οποίο εκφράστηκαν οι αξίες της δημοκρατίας, του διαλόγου, της δικαιοσύνης και της
αξιοκρατίας. Σήμερα, επικρατεί μεν η δημοκρατία ως πολίτευμα αλλά παρατηρούνται συνεχώς
φαινόμενα αδιαφορίας για τα κοινά, παραβιάσεις, ατασθαλίες…. Ταυτόχρονα, αναβιώνουν
διάφορες μορφές ρατσισμού και φαινόμενα βίας-εγκληματικότητας που διασπούν την κοινωνική
συνοχή και διαταράσσουν την κοινωνική ευρυθμία. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι καθοριστικής
σημασίας η επαφή με τον αρχαίο ελληνικό λόγο, ώστε οι προαναφερθείσες αξίες να βρουν το
πραγματικό τους νόημα.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ «ΤΗΝ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗ ΔΙΑΘΕΤΕΙ Η ΠΙΟ
ΔΥΝΑΤΗ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΑΡΘΡΩΝΕΙ ΤΟ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟ ΛΟΓΟ».

Την πιο μεγάλη δύναμη δεν τη διαθέτουν οι πλανητάρχες ή τα ΜΜΕ, όπως νομίζεται. Την πιο
μεγάλη δύναμη τη διαθέτει η πιο ελεύθερη ψυχή, η ψυχή με την πιο βαθιά παιδεία. Αυτή έχει και
τον πιο δυνατό λόγο. Δυνατότερο και από τον λόγο της εξουσίας. Ο άνθρωπος που διαθέτει
ελεύθερη ψυχή και βαθιά παιδεία αναπτύσσει κριτική και προβληματισμό για ποικίλα θέματα,
ενημερώνεται για τις εξελίξεις και δεν είναι εύκολο να μετατραπεί σε θύμα παραπληροφόρησης και
προπαγάνδας, παρουσιάζει δεκτικότητα σε νέες ιδέες και μηνύματα απαλλαγμένος από κάθε μορφή
φανατισμού και δογματισμού. Διαθέτει λοιπόν πνευματικά εφόδια τέτοια που του επιτρέπουν να
εκφράζεται ώριμα και με ικανότητα να αντικρούει κάθε πολιτική αυθαιρεσία και να αντιμετωπίζει
την ανούσια πολιτικολογία. Ο ελεύθερα πεπαιδευμένος πολίτης διαθέτει και υψηλό ήθος, δεν
χαρακτηρίζεται από στερεότυπα και προκαταλήψεις, αντίθετα, σέβεται τους άλλους,
συμπεριφέρεται με ανθρωπισμό και ο λόγος του περιλαμβάνει ώριμες προτάσεις για την
ουσιαστική αναβάθμιση των κοινωνικών σχέσεων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Ένας
τέτοιος πολίτης δεν είναι εύκολο να παρασυρθεί από τον λαϊκισμό ή να εξαπατηθεί από επιτήδειους
πολιτικούς ηγέτες που επιδιώκουν την εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων.
Αντίθετα, ασκεί έλεγχο στην ηγεσία και συμμετέχει σε ώριμο πολιτικό διάλογο, γιατί διαθέτει το
απαραίτητο πνευματικό υπόβαθρο που του επιτρέπει να διεκδικεί με σύνεση και κατάλληλη
επιχειρηματολογία τα δικαιώματά του, να στηρίζει με σοβαρά τεκμήρια τα κοινωνικοπολιτικά του
αιτήματα, να διατυπώνει δηλαδή έναν πολιτικό λόγο συγκροτημένο, συμμετέχοντας
αποτελεσματικά στα κοινά. Πολίτες με υπεύθυνο και σοβαρό πολιτικό λόγο μάχονται για την
ισοτιμία, την αξιοκρατία, τη δικαιοσύνη, τη βελτίωση των θεσμών, την επίλυση των κοινωνικών
προβλημάτων και όποτε είναι απαραίτητο προβάλλουν με σθένος τις προτάσεις τους.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ
Η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει τοπικές παραλλαγές και ιδιωματικές ποικιλίες. Αυτό σημαίνει
πως οι άνθρωποι μιλούν διαφορετικά από τόπο σε τόπο. Πολλές φορές δε διαφέρει μόνο το
γλωσσικό ιδίωμα δύο περιοχών που απέχουν αρκετά μεταξύ τους αλλά και η γλώσσα δύο χωριών
που βρίσκονται πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Παλιότερα η επικράτηση των ιδιωμάτων ήταν πολύ
πιο έντονη λόγω του κλειστού χαρακτήρα των κοινωνιών του παρελθόντος. Έτσι ο λόγος είχε
τοπικιστικά χαρακτηριστικά, μέσα από τα οποία εκφραζόταν ο διαφορετικός και ιδιαίτερος τρόπος
ζωής των καταστάσεων και γενικότερα η πορεία του ανθρώπου μιας συγκεκριμένης περιοχής.
Επιπρόσθετα, η γεωγραφική διαμόρφωση και τα φυσικά εμπόδια καθιστούσαν προβληματική ή και
ανύπαρκτη την επικοινωνία μεταξύ ατόμων διαφορετικών περιοχών. Αργότερα βέβαια, με την
ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας, επήλθε συγχρωτισμός ανθρώπων και ανταλλαγή
ιδεών και πολιτιστικών προτύπων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σιγά σιγά εξασθένιση των
ιδιωμάτων και των διαλέκτων. Τα τοπικιστικά χαρακτηριστικά άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά
και να παραχωρούν τη θέση τους σε μια ενιαία γλώσσα. Πολύ συχνά εκτοπίστηκαν βίαια, χωρίς να
γίνει προσπάθεια γόνιμης και δημιουργικής αφομοίωσης τους. Ωστόσο τα ιδιώματα είναι ωφέλιμα.
Τα γλωσσικά ιδιώματα ωφελούν γιατί:
· «Η τοπική διάλεκτος δημιουργεί μια πρώτη σχέση εμπιστοσύνης με τα πράγματα και μια πρώτη
διάρθρωση της ζωής σε μια τάξη. Είναι αυτή που ανοίγει τους δρόμους με τους οποίους
αξιολογούμε και αισθανόμαστε τον κόσμο, με τους δικούς της τρόπους εκφράσεως, τον δικό της
λεκτικό πλούτο, τη δική της φωνητική χρωματική. Σε αντίθεση προς την κοινή, καθιερωμένη
γλώσσα, η μητρική διάλεκτος είναι στενά συνδεδεμένη με τον τόπο της ιδιαίτερης πατρίδας μας
και τη φυσιογνωμία του. Ανάμεσα στις διαλέκτους και την κοινή ομιλούμενη και γραπτή
γλώσσα δεν υπάρχει ένας στεγανός χωρισμός αλλά μια αμοιβαιότητα. Αν όμως η κοινή γλώσσα
είναι αυτή που μας προσφέρει την οικείωση με το πλατύ ορίζοντα του πολιτισμού στο σύνολό
του, η διάλεκτος είναι η γλώσσα της άμεσα βιωμένης εγγύτητας, του τόπου όπου γεννηθήκαμε
και μεγαλώσαμε. Είναι η γλώσσα του παιχνιδιού και της γιορτής, του καθημερινού μόχθου και
της ανάπαυσης, του εθίμου και του τραγουδιού».
· Επίσης, στο θέατρο και τη λογοτεχνία ο ακραίος παραγκωνισμός των ιδιωμάτων είναι επιζήμιος,
γιατί μέσα από αυτά δίνεται η αφορμή να εκφραστούν ιδιότυπα λογοτεχνικά είδη που αλλιώς
δεν θα καλλιεργούνταν. Παράλληλα, η ποικιλομορφία των ιδιωμάτων παρέχει χρήσιμες και
μοναδικές πληροφορίες για την κοινωνική και πολιτιστική διαφορετικότητα επιμέρους
γεωγραφικών χώρων.
· Αποδίδεται παραστατικότερα το πνεύμα και το ήθος των προσώπων και του λαού, γιατί
λειτουργεί αποτελεσματικότερα ο λόγος.
· Βοηθούν στην κατανόηση παλαιότερων κειμένων που συνδέθηκαν με σημαντικά ιστορικά
γεγονότα.
· Τα ιδιώματα εκφράζουν τον κόσμο των τοπικών κοινωνιών που έχουν μέσα τους αρκετή
ανθρωπιά και συναίσθημα, πρωταρχικά στοιχεία του μη αλλοτριωμένου ανθρώπου. Αντίθετα η
κοινή γλώσσα αποτυπώνει τη σημερινή στυγνή και τυποποιημένη αστική ζωή, ανταποκρινόμενη
στις απαιτήσεις του τεχνικού πολιτισμού και της εκμετάλλευσης.
· Τα ιδιώματα εξευγενίζουν τον ψυχικό κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου, γιατί είναι φορείς ενός
παλιότερου πολιτισμού, που τον διέκρινε ο ανθρωπισμός.
· Εμπεριέχουν τη σοφία και την εμπειρία μιας κοινωνικής ομάδας.
· Διατηρούν τους δεσμούς με την παράδοση.
· Η διαφορετικότητα της γλώσσας εκφράζει την πολιτιστική διαφοροποίηση.
· Οι τοπικές κοινωνίες με τις γλωσσικές τους ιδιομορφίες γίνονται θερμοκήπια πολιτισμού, που
τροφοδοτούν τον εθνικό πολιτισμό.
· Όταν τα ιδιώματα είναι ζωντανά και μιλιούνται, αποτελούν ανεξάντλητη γλωσσική πηγή για την
εθνική γλώσσα, έτσι ώστε να αποφεύγεται μια γλωσσική τυποποίηση.
· Συντελούν στη γνώση και διατήρηση της εθνικής γλώσσας.
· Ενισχύουν τους στενούς δεσμούς των πολιτών με τον τόπο της καταγωγής τους.
Τα τοπικά ιδιώματα βλάπτουν γιατί:
· Η μελέτη τους είναι επικίνδυνη όταν έχουν πολιτικό χαρακτήρα και οδηγούν σε διχόνοιες και
εθνικιστικές τάσεις.
· Η σύγχρονη διοικητική πρακτική δεν μπορεί να ασκηθεί βασισμένη σε πολλά ιδιώματα.
· Πρακτικά δε βοηθά στην επικοινωνία των λαών.
· Η επίμονη χρήση τους μπορεί να λειτουργήσει ανασχετικά στη μάθηση της κοινής γλώσσας.
Αίτια συρρίκνωσης των γλωσσικών ιδιωμάτων
· Η ανάπτυξη των ΜΜΕ και των μέσων μεταφοράς έφεραν κοντά τους ανθρώπους, με
αποτέλεσμα να εξασθενούν οι κοινωνίες του παρελθόντος, δημιουργήματα κυρίως της
γεωγραφικής διαμόρφωσης της Ελλάδας.
· Η δημιουργία των μεγάλων αστικών κέντρων ήταν αιτία να δημιουργηθεί ανάλογος κοινός
γλωσσικός κώδικας.

· Ο τεχνολογικός πολιτισμός και η ενιαία αγορά επέδρασαν στη μεγαλύτερη ομοιογένεια των
κοινωνιών.
· Η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους και η διδασκαλία της σ’ όλες
της βαθμίδες της εκπαίδευσης.
· Η κεντρομόλος πολιτιστική παραγωγή περιορίζει την περιφερειακή πνευματική ανάπτυξη.
Τα γνωρίσματα του ώριμου πολιτικού λόγου
Η ενηλικίωση κάθε ανθρώπου αποτελεί περίοδο - ορόσημο στη ζωή του για πολλούς λόγους,
μεταξύ των οποίων ένας ξεχωριστός είναι το γεγονός ότι ο καθένας γίνεται πλέον ακαδημαϊκός
πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και κυρίως τη δυνατότητα της ψήφου. Η δυνατότητα αυτή
συμπίπτει με το πέρας περίπου της σχολικής ζωής, γι’ αυτό αξίζει να γίνει λόγος για τη δυνατότητα
των σημερινών νέων και αυριανών πολιτών ν’ αναγνωρίζουν τα χαρακτηριστικά του υγιούς και
εποικοδομητικού πολιτικού λόγου, ώστε να μη χειραγωγούνται αλλά να διαμορφώνουν υπεύθυνη
πολιτική άποψη.
Ένας ώριμος πολιτικός λόγος πρέπει να έχει οργάνωση και συγκεκριμένη δομή, θέματα σαφώς
διαχωρισμένα και αναλυμένα με τα απαραίτητα επιχειρήματα και τεκμήρια, ώριμες προτάσεις
πάνω σε κρίσιμα θέματα, να είναι μεστός, χωρίς ανούσια πολιτική φλυαρία και αοριστολογίες και
χωρίς μεγάλες παρεκβάσεις από την ουσία των πολιτικών θεμάτων που αναλύει.
Η επίκληση στο συναίσθημα και το ήθος του δέκτη είναι θεμιτή, αρκεί να μη σημειώνονται
καταχρήσεις και υπερβολές, που μπορεί να οδηγήσουν στην εκμετάλλευση του λαού και των
ευαισθησιών του.
Η αποφυγή ωραιοποίησης, πλύσης εγκεφάλου, λεξιμαγίας και κινδυνολογίας επιβάλλεται, ώστε οι
δέκτες να έχουν σαφή εικόνα των πραγμάτων, να κρίνουν νηφάλια και ν’ αξιολογούν σωστά το
πολιτικό γίγνεσθαι, χωρίς ν’ αποπροσανατολίζονται. Ο λόγος, επίσης, πρέπει να είναι
εκλαϊκευμένος αλλά όχι λαϊκίστικος, γιατί ο λαϊκισμός σημαίνει κολακεία του λαού από
επιτήδειους που δήθεν αγωνίζονται για τα δικαιώματά του, ενώ ουσιαστικά εξυπηρετούν δικές τους
σκοπιμότητες.
Από άποψη περιεχομένου, ένας ώριμος πολιτικός λόγος αναφέρεται σε βασικά - επίκαιρα θέματα -
προβλήματα του λαού και αποσκοπεί στην αφύπνιση των πολιτών, την όξυνση της κριτικής και του
προβληματισμού τους, ώστε να συμμετέχουν αποτελεσματικότερα στα κοινά και να στηρίζουν τη
δημοκρατία. Οι πολιτικές απόψεις πρέπει να διατυπώνονται χωρίς τυφλό κομματισμό, μακριά από
πολωτικό κλίμα, ιδιαίτερα για ζητήματα όπως η παιδεία, η εξωτερική πολιτική, η υγεία, δηλαδή σε
θέματα κοινωνικής πολιτικής.
Ένας σοβαρός πολιτικός λόγος δεν παραπληροφορεί ούτε κατακλύζει τον πολίτη με μηνύματα,
γιατί αυτό οδηγεί σε σύγχυση και αποπροσανατολισμό. Εμβαθύνει στα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα
σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού ζούμε στην εποχή της διεθνοποίησης φαινομένων και προβλημάτων,
ευαισθητοποιεί την κοινή γνώμη για θέματα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ρατσισμού,
εγκληματικότητας, που μαστίζουν τις σημερινές κοινωνίες, καθώς επίσης αναφέρεται και προτείνει
λύσεις για τα ζωτικά προβλήματα όπως η ανεργία, η μόλυνση, γιατί όλα αυτά τελικά είναι
προβλήματα πολιτικά. Καταδικάζει την αναξιοκρατία, τις αδικίες, τα γραφειοκρατικά φαινόμενα,
εξηγώντας τη διαβρωτική τους επίδραση για το κοινωνικό σύνολο και τη δημοκρατία, αποσκοπεί
στην καταπολέμηση αυτών, επιδιώκει τη διασφάλιση της ισορροπίας και της ειρήνης και αποβλέπει
στη δημιουργία μιας πιο υγιούς κοινωνίας με καλύτερους νόμους και θεσμούς.
Αποτελεί, λοιπόν, υψηλό χρέος όλων των θεμελιωδών φορέων αγωγής και ιδιαίτερα του σχολείου
μέσα από τη γενικότερη διδασκαλία αλλά και ιδιαίτερα το μάθημα της πολιτικής αγωγής να
ενημερώσουν και να προσανατολίσουν κατάλληλα τους νέους, ώστε να διαμορφώσουν οι ίδιοι
καλύτερο πολιτικό ήθος και στη συνέχεια να είναι σε θέση να διακρίνουν τα γνωρίσματα του
υγιούς πολιτικού λόγου και να προβαίνουν σε πιο υπεύθυνες επιλογές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου