Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΧΡΟΝΟΙ-ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ ΠΙΟ ΔΙΕΞΟΔΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΠΙΝΑΚΕΣ


ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ- ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ    (ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ)
Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν πως ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση.
Το σύνολο των ρηματικών τύπων που έχουν στο πρώτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα την κατάληξη  ονομάζεται ενεργητική φωνή.
Το σύνολο των ρηματικών τύπων που έχουν στο πρώτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα την κατάληξη -μαι ονομάζεται παθητική φωνή.
Τα ρήματα που έχουν μόνο παθητική φωνή λέγονται αποθετικά:
   αισθάνομαι, γίνομαι, δέχομαι, εργάζομαι, εύχομαι, θυμούμαι, σέβομαι, φοβούμαι
Οι μορφές που παίρνει το ρήμα, για να φανερώσει πώς θέλουμε να παρουσιάσουμε αυτό που σημαίνει (το ρήμα), λέγονται εγκλίσεις.
Οι εγκλίσεις είναι τρεις:
   - η
 οριστική
   - η
 υποτακτική
   - η
 προστακτική- (Λέγονται ‘προσωπικές’. Αυτές ‘παραδοσιακά’ διδάσκονται ως ‘εγκλίσεις’. ΔΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΑΤΩ)
Η οριστική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα ως κάτι βέβαιο ή πραγματικό.
   Το απόγευμα θα διαβάσω.
Η υποτακτική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι που θέλουμε ή περιμένουμε να γίνει.
   
 'Οταν με ρωτήσει, θα του απαντήσω.
Η προστακτική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν προσταγή, επιθυμία, ευχή.
   Μίλησέ μου.
Το απαρέμφατο είναι άκλιτος τύπος του ρήματος και χρησιμεύει για να σχηματίζονται, όπως θα δούμε, ορισμένοι χρόνοι του ρήματος. Απαρέμφατο έχει και η ενεργητική φωνή (δέσει, γράψει) και η παθητική (δεθεί, γραφεί, βραχεί). (Μετοχή και απαρέμφατο λέγονται ‘απρόσωπες’)
            
έχω λύσει
  
έχω λύσει

είχα λύσει
είχα λυθεί

θα έχω λύσει
θα έχω λύσει
   
 Χρόνοι του ρήματος  Παροντικοί χρόνοι  
Ο ενεστώτας φανερώνει κάτι που γίνεται τώρα, εξακολουθητικά:
   Κάθε μέρα πηγαίνω στη δουλειά μου.
Ο παρακείμενος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν και είναι πια αποτελειωμένο την ώρα που μιλούμε:
   ‘Εχω δει όλες του τις ταινίες.
    


Παρελθοντικοί χρόνοι  
Ο παρατατικός φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά ή με επανάληψη:
   Χτες το απόγευμα έβλεπα τηλεόραση.
Ο αόριστος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν:
   Μίλησε με τους γονείς μου.
Ο υπερσυντέλικος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα ήταν αποτελειωμένο, πριν γίνει κάτι άλλο:
   'Οταν χτυπούσες το κουδούνι, εγώ είχα μπει στο μπάνιο.
     Μελλοντικοί χρόνοι  
Ο εξακολουθητικός μέλλοντας φανερώνει κάτι που θα γίνεται με αδιάκοπη συνέχεια ή με επανάληψη:
   'Ολο το καλοκαίρι μελετώ για τις εξετάσεις.
Ο στιγμιαίος μέλλοντας φανερώνει κάτι που θα γίνει στο μέλλον χωρίς συνέχεια ή επανάληψη:
   Αύριο θα σου δώσω τα χρήματα.
Ο συντελεσμένος μέλλοντας φανερώνει κάτι που θα είναι τελειωμένο στο μέλλον, αφού πρώτα γίνει κάτι άλλο:
   Μέχρι αύριο θα έχω τελειώσει την εργασία.
     


Πίνακας των χρόνων της οριστικής


Ρήμα: γράφω
ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Παροντικοί
(τώρα)

Παρελθοντικοί
(πριν)
Μελλοντικοί
(έπειτα)
Μ Ο Ν Ο Λ Ε Κ Τ Ι Κ Ο Ι

Εξακολουθητικοί

Ενεστώτας
(γράφω)

Παρατατικός
(έγραφα)
Εξακολουθητικός
μέλλοντας
(θα γράψω)






Στιγμιαίοι

--

Αόριστος
(έγραψα)
Στιγμιαίος
μέλλοντας
(θα γράψω)

Συντελεσμένοι

Παρακείμενος
(έχω γράψει)

Υπερσυντέλικος
(είχα γράψει)

Συντελεσμένος
μέλλοντας
(θα έχω γράψει)




Ας πάρουμε ένα ρήμα, π.χ. τρέχω. Οι διάφορες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται το ρήμα στην οριστική, είναι:
τρέχω, έτρεχα, θα τρέχω, έτρεξα, θα τρέξω, έχω τρέξει, είχα τρέξει, θα έχω τρέξει.
Κάθε διαφορετική χρονική μορφή αποτελεί κι ένα διαφορετικό χρόνο του ρήματος. Συνολικά έχουμε οκτώ (8) χρόνους:

τύπος
χρόνος
τρέχω
έτρεχα
θα τρέχω
έτρεξα
θα τρέξω
έχω τρέξει
είχα τρέξει
θα έχω τρέξει
ενεστώτας
παρατατικός
εξακολουθητικός μέλλοντας
αόριστος
στιγμιαίος μέλλοντας
παρακείμενος
υπερσυντέλικος
συντελεσμένος μέλλοντας

Καθώς λέμε ένα ρήμα, δε δηλώνουμε μόνο τι κάνουμε αλλά και πότε το κάνουμε.
Έτσι, αν πούμε σε κάποιο συνομιλητή μας έτρεχα, θα καταλάβει ότι κάναμε κάτι (τρέξιμο) και ότι το κάναμε στο παρελθόν. Με τον ίδιο τρόπο αν πούμε τρέχω ή θα τρέχω, ο συνομιλητής μας θα καταλάβει ότι κάνουμε κάτι τώρα στο παρόν ή θα το κάνουμε στο μέλλον.
Οι χρόνοι, λοιπόν, του ρήματος δηλώνουν πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα. Είναι ευνόητο ότι θα τους χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: σε χρόνους που δηλώνουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Ποιοι χρόνοι ανήκουν σε κάθε κατηγορία;
Ας κατατάξουμε τους τύπους αυτούς ανάλογα με το πότε γίνεται αυτό που σημαίνουν:

παρελθόν
παρόν
μέλλον
έτρεχα (παρατατικός)
έτρεξα (αόριστος)
είχα τρέξει (υπερσυντέλικος)
τρέχω (ενεστώτας)
έχω τρέξει (παρακείμενος)
θα τρέχω (εξακολουθητικός μέλλοντας)
θα τρέξω (στιγμιαίος μέλλοντας)
θα έχω τρέξει (συντελεσμένος μέλλοντας)

Ας δούμε πιο αναλυτικά τι δηλώνει ο κάθε χρόνος
Παρελθοντικοί χρόνοι
·    Ο παρατατικός φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα γινόταν στο παρελθόν συνέχεια ή με επανάληψη, π.χ.
o  Όλο το πρωί χτες καθάριζα το σπίτι. (παρελθόν-συνέχεια)
o  Την προηγούμενη εβδομάδα κάθε μέρα διάβαζα δύο ώρες (παρελθόν-επανάληψη)

·    ο αόριστος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν, π.χ.
o  Χτες το πρωί καθάρισα το σπίτι. (παρελθόν-κάποια στιγμή)
o  Την προηγούμενη εβδομάδα διάβασα δύο ώρες. (παρελθόν-κάποια στιγμή)

·    ο υπερσυντέλικος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα ήταν τελειωμένο στο παρελθόν πριν γίνει κάτι άλλο, π.χ.
o  Όταν ήρθες, εγώ είχα καθαρίσει το σπίτι. (παρελθόν-τελειωμένο πριν από κάτι άλλο)
o  Είχα διαβάσει ήδη δύο ώρες, όταν ήρθες. (παρελθόν-τελειωμένο πριν από κάτι άλλο)
Παροντικοί χρόνοι
·    Ο ενεστώτας φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα γίνεται τώρα συνέχεια ή με επανάληψη π.χ.
o  Όλο το πρωί καθαρίζω το σπίτι. (τώρα-συνέχεια)
o  Αυτήν την εβδομάδα κάθε μέρα διαβάζω δύο ώρες (επανάληψη)

·    ο παρακείμενος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν και έχει τελειώσει την ώρα που μιλούμε, π.χ.
o  Τώρα που ήρθες, έχω καθαρίσει ήδη το σπίτι. (έχει τελειώσει τώρα)




Μελλοντικοί χρόνοι
·    Ο εξακολουθητικός μέλλοντας φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα θα γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη, π.χ.
o  Όλο το πρωί θα καθαρίζω το σπίτι. (μέλλον-συνέχεια)
o  Την επόμενη εβδομάδα κάθε μέρα θα διαβάζω δύο ώρες. (μέλλον-επανάληψη)

·    ο στιγμιαίος μέλλοντας φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα θα γίνει στο μέλλον χωρίς συνέχεια ή επανάληψη, π.χ.
o  Αύριο το πρωί θα καθαρίσω το σπίτι. (μέλλον-κάποια στιγμή)
o  Την επόμενη εβδομάδα θα διαβάσω δύο ώρες. (μέλλον-κάποια στιγμή)

·    ο συντελεσμένος μέλλοντας φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα θα είναι τελειωμένο στο μέλλον, αφού πρώτα γίνει κάτι άλλο, π.χ.
o  Όταν θα έρθεις, εγώ θα έχω καθαρίσει το σπίτι. (μέλλον-τελειωμένο μετά από κάτι άλλο)
o  Ως τα ξημερώματα θα έχω διαβάσει όλο το βιβλίο. (μέλλον-τελειωμένο μετά από κάτι άλλο)
ΠΡΟΣΟΧΗ Οι παραπάνω σημασίες των ρημάτων και η κατάταξή τους στις χρονικές βαθμίδες του παρελθόντος παρόντος ή μέλλοντος αναφέρονται όταν μελετάμε το ρήμα στην οριστική έγκλιση.

Ποιόν ενέργειας;

Μελετώντας παραπάνω τους χρόνους, αναφερθήκαμε όχι μόνο στο παρελθόν, παρόν και μέλλον αλλά και στο ποιόν ενέργειας, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει ο ομιλητής μια ενέργεια ως ολοκληρωμένη, ως εξελισσόμενη, ως μοναδικό γεγονός κ.τ.λ.
Ως προς το ποιόν ενέργειας στην οριστική κατατάσσουμε τους χρόνους σε τρεις κατηγορίες:
α. μη συνοπτικοί ή εξακολουθητικοί: ενεστώτας, παρατατικός, εξακολουθητικός μέλλοντας. Φανερώνουν ότι μια πράξη γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη,
β. συνοπτικοί ή στιγμιαίοι: αόριστος, στιγμιαίος μέλλοντας.  Φανερώνουν ότι μια πράξη έγινε ή θα γίνει χωρίς συνέχεια ή επανάληψη,
γ. συντελεσμένοι: παρακείμενος, υπερσυντέλικος, συντελεσμένος μέλλοντας. Φανερώνουν ότι μια πράξη έχει ήδη γίνει.
ποιόν ενέργειας
χρονική βαθμίδα
Παραδείγματα
παρελθοντικοί
παροντικοί
μελλοντικοί
ενεργητική φωνή
παθητική φωνή
εξακολουθητικοί
ή μη συνοπτικοί

ενεστώτας

δένω
δένομαι
παρατατικός


έδενα
δενόμουν


εξακολουθητικός μέλ.
θα δένω
θα δένομαι
στιγμιαίοι
ή συνοπτικοί


στιγμιαίος μέλ.
θα δέσω
θα δεθώ
αόριστος


έδεσα
δέθηκα
συντελεσμένοι

παρακείμενος

έχω δέσει
έχω δεθεί
υπερσυντέλικος


είχα δέσει
είχα δεθεί


συντελεσμένος μέλ.
θα έχω δέσει
θα έχω δεθεί

Όταν το ρήμα βρίσκεται στην υποτακτική, τότε για το ποιόν ενέργειας διακρίνουμε:

ποιόν ενέργειας

ενεργητική φωνή
παθητική φωνή
εξακολουθητικό
ή μη συνοπτικό
υποτακτική ενεστώτα
να δένω
να δένομαι
στιγμιαίο
ή συνοπτικό
υποτακτική αορίστου
να δέσω
θα δεθώ
συντελεσμένο
υποτακτική παρακειμένου
να έχω δέσει
να έχω δεθεί





Όταν το ρήμα βρίσκεται στην προστακτική, τότε για το ποιόν ενέργειας διακρίνουμε:

ποιόν ενέργειας

ενεργητική φωνή
παθητική φωνή
εξακολουθητικό
ή μη συνοπτικό
προστακτική ενεστώτα
δένε
(δένου)
στιγμιαίο
ή συνοπτικό
προστακτική αορίστου
δέσε
δέσου

Από τα προηγούμενα παραδείγματα συμπεραίνουμε ότι το ρήμα εμφανίζεται με πέντε διαφορετικές μορφές. Άρα, έχουμε πέντε εγκλίσεις. Αυτές είναι η οριστική, η υποτακτική, η προστακτική, το απαρέμφατο και η μετοχή.- (ΑΥΤΑ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Η ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ, Σ.75)

οριστική
Δένω τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
υποτακτική
Όταν δένω τα κορδόνια των παπουτσιών, μη με ενοχλείς.
προστακτική
Δένε τα κορδόνια των παπουτσιών σου.
απαρέμφατο
Έχω δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
μετοχή
α) Δένοντας τα κορδόνια των παπουτσιών μου βρήκα ένα ευρώ
β) Τα κορδόνια των παπουτσιών μου είναι δεμένα.

Τις εγκλίσεις μπορούμε να τις χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α) στις προσωπικές και β) στις απρόσωπες.
·    α) προσωπικές εγκλίσεις, αυτές δηλαδή που έχουν διαφορετικούς τύπους για τα διαφορετικά πρόσωπα του ρήματος. Στις προσωπικές κατατάσσονται: α) η οριστική, β) η υποτακτική και γ) η προστακτική
·    β) απρόσωπες εγκλίσεις, αυτές δηλαδή που έχουν τον ίδιο τύπο για τα διαφορετικά πρόσωπα του ρήματος. Στις απρόσωπες εγκλίσεις κατατάσσονται: α) το απαρέμφατο και β) η μετοχή
προσωπικές
οριστική
Δένω τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
υποτακτική
Όταν δένω τα κορδόνια των παπουτσιών, μη με ενοχλείς.
προστακτική
Δένε τα κορδόνια των παπουτσιών σου.
απρόσωπες
απαρέμφατο
Έχω δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
μετοχή
α) Δένοντας τα κορδόνια των παπουτσιών μου βρήκα ένα ευρώ
β) Τα κορδόνια των παπουτσιών μου είναι δεμένα.

Στους πίνακες που ακολουθούν φαίνονται οι διαφορετικοί τύποι για τα διαφορετικά πρόσωπα του ρήματος στις προσωπικές εγκλίσεις στον ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του ρ. δένω στην καταφατική και αρνητική μορφή:

καταφατική μορφή
αριθμοί
πρόσωπο
οριστική
υποτακτική
προστακτική
ενικός
α
δένω
να δένω

β
δένεις
να δένεις
δένε
γ
δένει
να δένει

πληθυντικός
α
δένουμε
να δένουμε

β
δένετε
να δένετε
δένετε
γ
δένουν
να δένουν



αρνητική μορφή
αριθμοί
πρόσωπο
οριστική
υποτακτική
προστακτική
ενικός
α
δε δένω
να μη δένω

β
δε δένεις
να μη δένεις

γ
δε δένει
να μη δένει

πληθυντικός
α
δε δένουμε
να μη δένουμε

β
δεν δένετε
να μη δένετε

γ
δε δένουν
να μη δένουν

Από τη μελέτη των παραπάνω πινάκων συμπεραίνουμε ότι για να σχηματίσουμε την υποτακτική χρησιμοποιούμε τους ίδιους τύπους με εκείνους της οριστικής, χρησιμοποιούμε όμως επιπλέον το μόριο να ή τους συνδέσμους αν, εάν, σαν, όταν, πριν, πριν να, μόλις, προτού, άμα, για να, μήπως, μην (με τη σημασία του μήπως).

Στην αρνητική μορφή η οριστική έχει άρνηση δε(ν), ενώ η υποτακτική έχει άρνηση μη(ν).

Για την οριστική στο Μέλλοντα χρησιμοποιούμε το μόριο θα.

Η προστακτική έχει τύπους μόνο για το β’ ενικό και το β’ πληθυντικό και έχει διαφορετικούς τύπους από την οριστική, τουλάχιστον για το β’ ενικό (δένε). Η προστακτική δεν έχει τύπους για την άρνηση. Όταν θέλουμε να δώσουμε αρνητική προσταγή χρησιμοποιούμε την υποτακτική, π.χ.
Τρέχα γρήγορα (προστακτική) / Μην τρέχεις γρήγορα (υποτακτική).
Με λίγα λόγια:
Στην οριστική χρησιμοποιούμε το μόριο θα και την άρνηση δεν.
Στην υποτακτική χρησιμοποιούμε τα μόρια να ή ας και την άρνηση μη(ν).
Η προστακτική έχει δικούς της τύπους και δεν έχει άρνηση.















Οριστική
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
Ενεστώτας
λύν-ω
λύν-εις
λύν-ει
λύν-ουμε ή λύν-ομε
λύν-ετε
λύν-ουν(ε)
να λύν-ω
να λύν-εις
να λύν-ει
να λύν-ουμε ή λύν-ομε
να λύν-ετε
να λύν-ουν(ε)

λύν-ε


λύν-ετε


λύν-οντας
Παρατατικός
έλυν-α
έλυν-ες
έλυν-ε
λύν-αμε
λύν-ατε
έλυν-αν / λύνανε
να έλυν-α
να έλυν-ες
να έλυν-ε
να λύν-αμε
να λύν-ατε
να έλυν-αν / λύνανε



Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
θα λύν-ω
θα λύν-εις
θα λύν-ει
θα λύν-ουμε ή λύν-ομε
θα λύν-ετε
θα λύν-ουν(ε)




Αόριστος
έλυσ-α
έλυσ-ες
έλυσ-ε
λύσ-αμε
λύσ-ατε
έλυσ-αν / λύσανε
να λύσ-ω
να λύσ-εις
να λύσ-ει
να λύσ-ουμε ή λύσ-ομε
να λύσ-ετε
να λύσ-ουν(ε)

λύσ-ε


λύ-στε

λύσ-ει

Στιγμιαίος
Μέλλοντας

θα λύσ-ω
θα λύσ-εις
θα λύσ-ει
θα λύσ-ουμε ή λύσ-ομε
θα λύσ-ετε
θα λύσ-ουν(ε)




Παρακείμενος

έχω λύσ-ει ή έχω λυμένο
έχεις λύσ-ει ή έχεις λυμένο
έχει λύσ-ει ή έχει λυμένο
έχουμε λύσ-ει ή έχουμε λυμένο
έχετε λύσ-ει ή έχετε λυμένο
έχουν λύσ-ει ή έχουν λυμένο
να έχω λύσ-ει  ή να έχω λυμένο
να έχεις λύσ-ει  ή να έχεις λυμένο
να έχει λύσ-ει  ή να έχει λυμένο
να έχουμε λύσ-ει ή να έχουμε λυμένο
να έχετε λύσ-ει  ή να έχετε λυμένο
να έχουν λύσ-ει  ή να έχουν λυμένο



Υπερσυντέλικος
είχα λύσ-ει ή είχα λυμένο
είχες λύσ-ει ή είχες λυμένο
είχε λύσ-ει ή είχε λυμένο
είχαμε λύσ-ει ή είχαμε λυμένο
είχατε λύσ-ει ή είχατε λυμένο
είχαν λύσ-ει ή είχαν(ε) λυμένο
να είχα λύσ-ει ή να είχα λυμένο
να είχες λύσ-ει ή να είχες λυμένο
να είχε λύσ-ει ή να είχε λυμένο
να είχαμε λύσ-ει ή να είχαμε λυμένο
να είχατε λύσ-ει ή να είχατε λυμένο
να είχαν λύσ-ει ή να είχαν(ε) λυμένο




Συντελεσμένος
Μέλλοντας
θα έχω λύσ-ει ή θα έχω λυμένο
θα έχεις λύσ-ει ή θα έχεις λυμένο
θα έχει λύσ-ει ή θα έχει λυμένο
θα έχουμε λύσ-ει ή θα έχουμε λυμένο
θα έχετε λύσ-ει ή θα έχετε λυμένο
θα έχουν λύσ-ει ή θα έχουν(ε) λυμένο




http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia/happy.gif


Οριστική
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
Ενεστώτας
λύν-ομαι
λύν-εσαι
λύν-εται
λυν-όμαστε
λύν-εστε ή λυν-όσαστε
λύν-ονται
να λύν-ομαι
να λύν-εσαι
να λύν-εται
να λύν-όμαστε
να λύν-εστε ή να λυν-όσαστε
να λύν-ονται

(λύν-ου)


(λύν-εστε)



Παρατατικός
λυν-όμουν (α)
λυν-όσουν(α)
λυν-όταν(ε)
λυν-όμασταν ή λυν-όμαστε
λυν-όσασταν ή λυν-όσαστε
λύν-ονταν ή λυν-όντουσαν
να λυν-όμουν(α)
να λυν-όσουν(α)
να λυν-όταν(ε)
να λυν-όμασταν ή λυν-όμαστε
να λυν-όσασταν ή λυν-όσαστε
να λύν-ονταν ή λυν-όντουσαν



Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
θα λύν-ομαι
θα λύν-εσαι
θα λύν-εται
θα λυν-όμαστε
θα λύν-εστε ή λυν-όσαστε
θα λύν-ονται

Αόριστος
λύ-θη-κα
λύ-θη-κες
λύ-θη-κε
λυ-θή-καμε
λυ-θή-κατε
λύ-θη-καν(ε)
να λυθ-ώ
να λυθ-είς
να λυθ-εί
να λυθ-ούμε
να λυθ-είτε
να λυθ-ούν(ε)

λύσ-ου


λυ-θείτε

λυ-θεί

Στιγμιαίος
Μέλλοντας

θα λυθ-ώ
θα λυθ-είς
θα λυθ-εί
θα λυθ-ούμε
θα λυθ-είτε
θα λυθ-ούν(ε)

Παρακείμενος

έχω λυ-θεί ή είμαι λυμένος, η, ο
έχεις λυ-θεί ή είσαι λυμένος, η, ο
έχει λυ-θεί ή είναι λυμένος, η, ο
έχουμε λυ-θεί ή είμαστε λυμένοι, ες, α
έχετε λυ-θεί ή είστε λυμένοι, ες, α
έχουν λυ-θεί ή είναι λυμένοι, ες, α
να έχω λυ-θεί  ή να είμαι λυμένος, η, ο
να έχεις λυ-θεί  ή να είσαι λυμένος, η, ο
να έχει λυ-θεί  ή να είναι λυμένος, η, ο
να έχουμε λυ-θεί ή να είμαστε λυμένοι, ες, α
να έχετε λυ-θεί  ή να είστε λυμένοι, ες, α
να έχουν λυ-θεί  ή να είναι λυμένοι, ες, α


λυμένος, η, ο
Υπερσυντέλικος
είχα λυ-θεί ή ήμουν λυμένος, η, ο
είχες λυ-θεί ή ήσουν λυμένος, η, ο
είχε λυ-θεί ή ήταν λυμένος, η, ο
είχαμε λυ-θεί ή ήμασταν λυμένοι, ες, α
είχατε λυ-θεί ή ήσασταν λυμένοι, ες, α
είχαν λυ-θεί ή ήταν λυμένοι, ες, α
να είχα λυ-θεί ή να ήμουν(α) λυμένος, η, ο
να είχες λυ-θεί ή να ήσουν(α) λυμένος, η, ο
να είχε λυ-θεί ή να ήταν λυμένος, η, ο
να είχαμε λυ-θεί ή να ήμαστε λυμένοι, ες, α
να είχατε λυ-θεί ή να ήσαστε λυμένοι, ες, α
να είχαν λυ-θείή να ήταν λυμένοι, ες, α



Συντελεσμένος
Μέλλοντας
θα έχω λυ-θεί ή θα ήμουν λυμένος, η, ο
θα έχεις λυ-θεί ή θα ήσουν λυμένος, η, ο
θα έχει λυ-θεί ή θα ήταν λυμένος, η, ο
θα έχουμε λυ-θεί ή θα ήμασταν λυμένοι, ες, α
θα έχετε λυ-θεί ή θα ήσασταν λυμένοι, ες, α
θα έχουν λυ-θεί ή θα ήταν λυμένοι, ες, α

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia/happy.gif


Οριστική
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
Ενεστώτας
χτυπ-ώ ή χτυπάω
χτυπ-άς
χτυπ-ά ή χτυπάει
χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
χτυπ-άτε
χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-άν(ε)
να χτυπ-ώ ή χτυπάω
να χτυπ-άς
να χτυπ-ά ή χτυπάει
να χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
να χτυπ-άτε
να χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-άν(ε)

χτύπ-α


χτυπ-άτε


χτυπ-ώντας
Παρατατικός
χτυπ-ούσα ή χτύπ-αγα
χτυπ-ούσες ή χτύπ-αγες
χτυπ-ούσε ή χτύπ-αγε
χτυπ-ούσαμε ή χτυπ-άγαμε
χτυπ-ούσατε ή χτυπ-άγατε
χτυπ-ούσαν ή χτύπ-αγαν(ε)
να χτυπ-ούσα ή χτύπ-αγα
να χτυπ-ούσες ή χτύπ-αγες
να χτυπ-ούσε ή χτύπ-αγε
να χτυπ-ούσαμε ή χτυπ-άγαμε
να χτυπ-ούσατε ή χτυπ-άγατε
να χτυπ-ούσαν ή χτύπ-αγαν(ε)



Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
θα χτυπ-ώ ή χτυπάω
θα χτυπ-άς
θα χτυπ-ά ή χτυπάει
θα χτυπ-άμε ή χτυπ-ούμε
θα χτυπ-άτε
θα χτυπ-ούν(ε) ή χτυπ-άν(ε)




Αόριστος
χτύπ-ησα
χτύπ-ησες
χτύπ-ησε
χτυπ-ήσαμε
χτυπ-ήσατε
χτύπ-ησαν ή χτυπ-ήσανε
να χτυπ-ήσω
να χτυπ-ήσεις
να χτυπ-ήσει
να χτυπ-ήσουμε
να χτυπ-ήσετε
να χτυπ-ήσουν(ε)

χτύπ-ησε


χτυπ-ήστε

χτυπ-ήσει

Στιγμιαίος
Μέλλοντας

θα χτυπ-ήσω
θα χτυπ-ήσεις
θα χτυπ-ήσει
θα χτυπ-ήσουμε
θα χτυπ-ήσετε
θα χτυπ-ήσουν(ε)




Παρακείμενος

έχω χτυπήσει ή έχω χτυπημένο
έχεις χτυπήσει ή έχεις χτυπημένο
έχει χτυπήσει ή έχει χτυπημένο
έχουμε χτυπήσει ή έχουμε χτυπημένο
έχετε χτυπήσειι ή έχετε χτυπημένο
έχουν χτυπήσει ή έχουν χτυπημένο
να έχω χτυπήσει ή να έχω χτυπημένο
να έχεις χτυπήσει ή να έχεις χτυπημένο
να έχει χτυπήσει ή να έχει χτυπημένο
να έχουμε χτυπήσει ή να έχουμε χτυπημένο
να έχετε χτυπήσει ή να έχετε χτυπημένο
να έχουν χτυπήσει ή να έχουν χτυπημένο



Υπερσυντέλικος
είχα χτυπήσει  ή είχα χτυπημένο
είχες χτυπήσει  ή είχες χτυπημένο
είχε χτυπήσει  ή είχε χτυπημένο
είχαμε χτυπήσει  ή είχαμε χτυπημένο
είχατε χτυπήσει  ή είχατε χτυπημένο
είχαν χτυπήσει  ή είχαν(ε) χτυπημένο
να είχα χτυπήσει  ή να είχα χτυπημένο
να είχες χτυπήσει  ή να είχες χτυπημένο
να είχε χτυπήσει  ή να είχε χτυπημένο
να είχαμε χτυπήσει  ή να είχαμε χτυπημένο
να είχατε χτυπήσει  ή να είχατε χτυπημένο
να είχαν χτυπήσει ή να είχαν(ε) χτυπημένο



Συντελεσμένος
Μέλλοντας
θα έχω χτυπήσει  ή θα έχω χτυπημένο
θα έχεις χτυπήσει  ή θα έχεις χτυπημένο
θα έχει χτυπήσει  ή θα έχει χτυπημένο
θα έχουμε χτυπήσει  ή θα έχουμε χτυπημένο
θα έχετε χτυπήσει  ή θα έχετε χτυπημένο
θα έχουν χτυπήσει ή θα έχουν(ε) χτυπημένο





http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia/happy.gif

Οριστική
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
Ενεστώτας
χτυπ-ιέμαι
χτυπ-ιέσαι
χτυπ-ιέται
χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται
να χτυπ-ιέμαι
να χτυπ-ιέσαι
να χτυπ-ιέται
να χτυπ-ιόμαστε
να χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
να χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται








Παρατατικός
χτυπ-ιόμουν(α)
χτυπ-ιόσουν(α)
χτυπ-ιόταν(ε)
χτυπ-ιόμασταν ή χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιόσασταν ή χτυπ-ιόσαστε
χτυπ-ιούνταν(ε) ή χτυπ-ιόνταν(ε)
ή χτυπ-ιόντουσαν
να χτυπ-ιόμουν(α)
να χτυπ-ιόσουν(α)
να χτυπ-ιόταν(ε)
να χτυπ-ιόμασταν ή χτυπ-ιόμαστε
να χτυπ-ιόσασταν ή χτυπ-ιόσαστε
να χτυπ-ιούνταν(ε) ή χτυπ-ιόνταν(ε)
ή χτυπ-ιόντουσαν



Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
θα χτυπ-ιέμαι
θα χτυπ-ιέσαι
θα χτυπ-ιέται
θα χτυπ-ιόμαστε
θα χτυπ-ιέστε ή χτυπ-ιόσαστε
θα χτυπ-ιούνται ή χτυπ-ιόνται




Αόριστος
χτυπ-ήθηκα
χτύπ-ήθηκες
χτύπ-ήθηκε
χτυπ-ηθήκαμε
χτυπ-ηθήκατε
χτύπ-ήθηκαν ή χτυπ-ηθήκανε
να χτυπ-ηθώ
να χτυπ-ηθείς
να χτυπ-ηθεί
να χτυπ-ηθούμε
να χτυπ-ηθείτε
να χτυπ-ηθούν(ε)

χτυπ-ήσου


χτυπ-ηθείτε

χτυπ-ηθεί

Στιγμιαίος
Μέλλοντας

θα χτυπ-ηθώ
θα χτυπ-ηθείς
θα χτυπ-ηθεί
θα χτυπ-ηθούμε
θα χτυπ-ηθείτε
θα χτυπ-ηθούν(ε)




Παρακείμενος

έχω χτυπηθεί ή είμαι χτυπημένος, η, ο
έχεις χτυπηθεί ή είσαι χτυπημένος, η, ο
έχει χτυπηθεί ή είναι χτυπημένος, η, ο
έχουμε χτυπηθεί ή είμαστε χτυπημένοι, ες, α
έχετε χτυπηθεί ή είστε χτυπημένοι, ες, α
έχουν χτυπηθεί ή είναι χτυπημένοι, ες, α
να έχω χτυπηθεί ή να είμαι χτυπημένος, η, ο
να έχεις χτυπηθεί ή να είσαι χτυπημένος, η, ο
να έχει χτυπηθεί ή να είναι χτυπημένος, η, ο
να έχουμε χτυπηθεί ή να είμαστε χτυπημένοι, ες, α
να έχετε χτυπηθεί ή να είστε χτυπημένοι, ες, α
να έχουν χτυπηθεί ή να είναι χτυπημένοι, ες, α


 χτυπημένος, η, ο
Υπερσυντέλικος
είχα χτυπηθεί ή ήμουν χτυπημένος, η, ο
είχες χτυπηθεί ή ήσουν χτυπημένος, η, ο
είχε χτυπηθεί ή ήταν χτυπημένος, η, ο
είχαμε χτυπηθεί ή ήμασταν χτυπημένοι, ες, α
είχατε χτυπηθεί ή ήσασταν χτυπημένοι, ες, α
είχαν χτυπηθεί ή ήταν χτυπημένοι, ες, α
να είχα χτυπηθεί ή να ήμουν χτυπημένος, η, ο
να είχες χτυπηθεί ή να ήσουν χτυπημένος, η, ο
να είχε χτυπηθεί ή να ήταν χτυπημένος, η, ο
να είχαμε χτυπηθεί ή να ήμασταν χτυπημένοι, ες, α
να είχατε χτυπηθεί ή να ήσασταν χτυπημένοι, ες, α
να είχαν χτυπηθεί ή να ήταν χτυπημένοι, ες, α



Συντελεσμένος
Μέλλοντας
θα έχω χτυπηθεί ή θα είμαι χτυπημένος, η, ο
θα έχεις χτυπηθεί ή θα είσαι χτυπημένος, η, ο
θα έχει χτυπηθεί ή θα είναι χτυπημένος, η, ο
θα έχουμε χτυπηθεί ή θα είμαστε χτυπημένοι, ες, α
θα έχετε χτυπηθεί ή θα είστε χτυπημένοι, ες, α
θα έχουν χτυπηθεί ή θα είναι χτυπημένοι, ες, α










http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia/happy.gif

Οριστική
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
Ενεστώτας
θεωρ-ώ
θεωρ-είς
θεωρ-εί
θεωρ-ούμε
θεωρ-είτε
θεωρ-ούν(ε)
να θεωρ-ώ
να θεωρ-είς
να θεωρ-εί
να θεωρ-ούμε
να θεωρ-είτε
να θεωρ-ούν(ε)




θεωρ-είτε


θεωρ-ώντας
Παρατατικός
θεωρ-ούσα
θεωρ-ούσες
θεωρ-ούσε
θεωρ-ούσαμε
θεωρ-ούσατε
θεωρ-ούσαν
να θεωρ-ούσα
να θεωρ-ούσες
να θεωρ-ούσε
να θεωρ-ούσαμε
να θεωρ-ούσατε
να θεωρ-ούσαν



Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
θα θεωρ-ώ
θα θεωρ-είς
θα θεωρ-εί
θα θεωρ-ούμε
θα θεωρ-είτε
θα θεωρ-ούν(ε)




Αόριστος
θεώρ-ησα
θεώρ-ησες
θεώρ-ησε
θεωρ-ήσαμε
θεωρ-ήσατε
θεώρ-ησαν ή θεωρ-ήσανε
να θεωρ-ήσω
να θεωρ-ήσεις
να θεωρ-ήσει
να θεωρ-ήσουμε
να θεωρ-ήσετε
να θεωρ-ήσουν(ε)

θεώρ-ησε


θεωρ-ήστε

θεωρ-ήσει

Στιγμιαίος
Μέλλοντας

θα θεωρ-ήσω
θα θεωρ-ήσεις
θα θεωρ-ήσει
θα θεωρ-ήσουμε
θα θεωρ-ήσετε
θα θεωρ-ήσουν(ε)




Παρακείμενος

έχω θεωρήσει ή έχω θεωρημένο
έχεις θεωρήσει ή έχεις θεωρημένο
έχει θεωρήσει ή έχει θεωρημένο
έχουμε θεωρήσει ή έχουμε θεωρημένο
έχετε θεωρήσει ή έχετε θεωρημένο
έχουν θεωρήσει ή έχουν θεωρημένο
να έχω θεωρήσει ή να έχω θεωρημένο
να έχεις θεωρήσει ή να έχεις θεωρημένο
να έχει θεωρήσει ή να έχει θεωρημένο
να έχουμε θεωρήσει ή να έχουμε θεωρημένο
να έχετε θεωρήσει ή να έχετε θεωρημένο
να έχουν θεωρήσει ή να έχουν θεωρημένο



Υπερσυντέλικος
είχα θεωρήσει ή είχα θεωρημένο
είχες θεωρήσει ή είχες θεωρημένο
είχε θεωρήσει ή είχε θεωρημένο
είχαμε θεωρήσει ή είχαμε θεωρημένο
είχατε θεωρήσει ή είχατε θεωρημένο
είχαν θεωρήσει ή είχαν(ε) θεωρημένο
να είχα θεωρήσει ή να είχα θεωρημένο
να είχες θεωρήσει ή να είχες θεωρημένο
να είχε θεωρήσει ή να είχε θεωρημένο
να είχαμε θεωρήσει ή να είχαμε θεωρημένο
να είχατε θεωρήσει ή να είχατε θεωρημένο
να είχαν θεωρήσει ή να είχαν(ε) θεωρημένο



Συντελεσμένος
Μέλλοντας
θα έχω θεωρήσει ή θα έχω θεωρημένο
θα έχεις θεωρήσει ή θα έχεις θεωρημένο
θα έχει θεωρήσει ή θα έχει θεωρημένο
θα έχουμε θεωρήσει ή θα έχουμε θεωρημένο
θα έχετε θεωρήσει ή θα έχετε θεωρημένο
θα έχουν θεωρήσει ή θα έχουν(ε) θεωρημένο





http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia/happy.gif

Οριστική
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
Ενεστώτας
θεωρ-ούμαι
θεωρ-είσαι
θεωρ-είται
θεωρ-ούμαστε
θεωρ-είστε
θεωρ-ούνται
να θεωρ-ούμαι
να θεωρ-είσαι
να θεωρ-είται
να θεωρ-ούμαστε
να θεωρ-είστε
να θεωρ-ούνται








Παρατατικός
θεωρ-ούμουν(α)
θεωρ-ούσουν(α)
θεωρ-ούνταν(ε)
θεωρ-ούμασταν ή θεωρ-ιόμαστε
θεωρ-ούσασταν ή θεωρ-ιόσαστε
θεωρ-ούνταν(ε) ή θεωρ-ιόνταν(ε)
ή
θεωρ-ιόντουσαν
να θεωρ-ιόμουν(α)
να θεωρ-ιόσουν(α)
να θεωρ-ιόταν(ε)
να θεωρ-ιόμασταν ή θεωρ-ιόμαστε
να θεωρ-ιόσασταν ή θεωρ-ιόσαστε
να θεωρ-ιούνταν(ε) ή θεωρ-ιόνταν(ε)
ή
θεωρ-ιόντουσαν



Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
θα θεωρ-ούμαι
θα θεωρ-είσαι
θα θεωρ-είται
θα θεωρ-ούμαστε
θα θεωρ-είστε
θα θεωρ-ούνται




Αόριστος
θεωρ-ήθηκα
θεωρ-ήθηκες
θεωρ-ήθηκε
θεωρ-ηθήκαμε
θεωρ-ηθήκατε
θεωρ-ήθηκαν ή θεωρ-ηθήκανε
να θεωρ-ηθώ
να θεωρ-ηθείς
να θεωρ-ηθεί
να θεωρ-ηθούμε
να θεωρ-ηθείτε
να θεωρ-ηθούν(ε)

θεωρ-ήσου


θεωρ-ηθείτε

θεωρ-ηθεί

Στιγμιαίος
Μέλλοντας

θα θεωρ-ηθώ
θα θεωρ-ηθείς
θα θεωρ-ηθεί
θα θεωρ-ηθούμε
θα θεωρ-ηθείτε
θα θεωρ-ηθούν(ε)




Παρακείμενος

έχω θεωρηθεί ή είμαι θεωρημένος, η, ο
έχεις θεωρηθεί ή είσαι θεωρημένος, η, ο
έχει θεωρηθεί ή είναι θεωρημένος, η, ο
έχουμε θεωρηθεί ή είμαστε θεωρημένοι, ες, α
έχετε θεωρηθεί ή είστε θεωρημένοι, ες, α
έχουν θεωρηθεί ή είναι θεωρημένοι, ες, α
να έχω θεωρηθεί ή να είμαι θεωρημένος, η, ο
να έχεις θεωρηθεί ή να είσαι θεωρημένος, η, ο
να έχει θεωρηθεί ή να είναι θεωρημένος, η, ο
να έχουμε θεωρηθεί ή να είμαστε θεωρημένοι, ες, α
να έχετε θεωρηθεί ή να είστε θεωρημένοι, ες, α
να έχουν θεωρηθεί ή να είναι θεωρημένοι, ες, α


 θεωρημένος, η, ο
Υπερσυντέλικος
είχα θεωρηθεί ή ήμουν θεωρημένος, η, ο
είχες θεωρηθεί ή ήσουν θεωρημένος, η, ο
είχε θεωρηθεί ή ήταν θεωρημένος, η, ο
είχαμε θεωρηθεί ή ήμασταν θεωρημένοι, ες, α
είχατε θεωρηθεί ή ήσασταν θεωρημένοι, ες, α
είχαν θεωρηθεί ή ήταν θεωρημένοι, ες, α
να είχα θεωρηθεί ή να ήμουν θεωρημένος, η, ο
να είχες θεωρηθεί ή να ήσουν θεωρημένος, η, ο
να είχε θεωρηθεί ή να ήταν θεωρημένος, η, ο
να είχαμε θεωρηθεί ή να ήμασταν θεωρημένοι, ες, α
να είχατε θεωρηθεί ή να ήσασταν θεωρημένοι, ες, α
να είχαν θεωρηθεί ή να ήταν θεωρημένοι, ες, α



Συντελεσμένος
Μέλλοντας
θα έχω θεωρηθεί ή θα είμαι θεωρημένος, η, ο
θα έχεις θεωρηθεί ή θα είσαι θεωρημένος, η, ο
θα έχει θεωρηθεί ή θα είναι θεωρημένος, η, ο
θα έχουμε θεωρηθεί ή θα είμαστε θεωρημένοι, ες, α
θα έχετε θεωρηθεί ή θα είστε θεωρημένοι, ες, α
θα έχουν θεωρηθεί ή θα είναι θεωρημένοι, ες, α




http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/Odysseia/happy.gif

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου