Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ, ανάλυση βασικών σημείων

~Το Αμάρτημα της μητρός μου ~

Γ. Βιζυηνού

1.            Βιογραφικά στοιχεία (ιδέ σχολικό βιβλίο Γ' Λυκείου)  

2.           Επιδράσεις – αναλογίες – συγγένειες:

α)
Ως προς το ψυχολογικό κλίμα: Γερμανοί Ρομαντικοί

β)
Ρεαλισμός:     Γκυ ντε Μωπασάν, Φλωμπέρ (κ.ά.).


                        Ο ίδιος ο Γ.Β. έχει χαρακτηρισθεί ως ο «Έλλην Γκυ ντε                               Μωπασάν»

γ)
Ηθογραφία: Δημήτριος Βικέλας («Λουκής Λάρας»)

δ)
Ευρωπαϊκές μπαλλάντες

3.           Ένταξη σε κινήματα - ρεύματα:
Ο Γ.Β. δεν εντάσσεται σε κανένα κίνημα ή ρεύμα

4.           Επιρροές ρευμάτων – κινημάτων – Στάση Γ.Β.

α)
Ευρωπαϊκός νατουραλισμός

β)
Αντίδραση στην Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή

γ)
Ηθογραφία (ηθογραφικό διήγημα)

δ)
Απηχήσεις ρομαντισμού (ιδιοτυπία Γ.Β.)

ε)
Συσχετισμός επιστήμης (εδώ λ.χ. ψυχολογίας) και λογοτεχνίας



Γ.Β.:
Δεν εντάσσεται πουθενά, δεν περιχαρακώνεται γύρω από καταξιωμένα σχήματα ή Σχολές ή κινήματα, ρέπει προς νεωτερισμούς, διαφοροποιείται, εισάγει καινοφανή στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία και ποίηση. Τελικά, περνάει σχεδόν απαρατήρητος.



5.           Ιδιαιτερότητες:

α)
Χρήση αναμνήσεων ως αφηγηματικό υλικό

β)
Άντληση στοιχείων από την παράδοση της υπαίθρου

γ)
Εισαγωγή προσωπικών βιωμάτων και ανύψωση τους σε πυρήνες του πεζογραφικού έργου του. δηλ. ο Γ.Β. μετατρέπει τους λεγόμενους προσωπικούς του μύθους σε διηγηματική μυθοπλασία.

δ)
Δραματικότητα (συνήθως κλιμακούμενη)

ε)
Επαναπραγμάτευση των αρχών και των δυνατοτήτων του ρεαλισμού στην ορθόδοξη και κατοχυρωμένη μορφή του που φτάνει μέχρι και το ξεπέρασμα του

στ)
Εμπλουτισμός των ρεαλιστικών στοιχείων με ρομαντικούς τόνους (τα στοιχεία του ακατόρθωτου, του ιδανικού που αγωνιωδώς επιδιώκεται αλλά πάντα μένει ανεκπλήρωτο, η ενοχή, οι συνειδησιακές θύελλες, το αίσθημα θανάτου, απελπισία)

ζ)
Γενικά: Το ρεαλιστικό στοιχείο υπερισχύει του ρομαντικού, δηλ., πιο συγκεκριμένα οι αφηγηματικές τεχνικές που στηρίζονται στην παρατήρηση και στην εξήγηση αλλά και στην αξιοποίηση του μνημονικού υλικού κατέχουν τη μερίδα του λέοντος έναντι των παραδοσιακών γνωρισμάτων του ρομαντικού στοιχείου όπως είναι η φαντασία, το ανεξήγητο, το μυθικό. Άρα, τα παραπάνω συνηγορούν ώστε να μιλάμε για έναν ιδιότυπο ρεαλισμό του Γ.Β.

§   Το  αμάρτημα της μητρός μου  §   

¨ Δομικό – λειτουργικό μέρος / Τεχνικές / Θεωρίες ¨
Μέρος Α΄
1)           Αισθητική του θεωρία:
(και μοτίβο που συναιρεί
όλα τα άλλα)=
Ποια σταθερή άποψη έχει ο συγκεκριμένος λογοτέχνης για το πώς πρέπει να γραφτεί το έργο -ποιος πρέπει να είναι ο πυρήνας του περιεχομένου
Διπλή αλήθεια / διπλή πραγματικότητα (απουσία αντιστοίχησης και ανταπόκρισης των όσων νιώθουν, σκέφτονται, οραματίζονται και λέγουν οι ήρωες και των ίδιων των γεγονότων). Λειτουργεί και ως δραματική ειρωνεία.


2)           Πλοκή – νόμοι της πλοκής:




«Ποιο ήταν το αμάρτημα
της μητρός μου;»
Χρήση – συνδυαστική – τριών γνωστών, παραδοσιακών νόμων που διέπουν την πλοκή:
ΑΛΗΘΟΦΑΝΕΙΑΣ:  πλαίσιο                                                πραγματικότητας
ΕΚΠΛΗΞΗΣ: απρόοπτο  >  ιδιαιτερότητα
ΑΓΩΝΙΑΣ: πώς;


3)           Αφήγηση σε ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ:
ρεαλισμός, εγκυρότητα, αυθεντική μαρτυρία


4)           Εστίαση:
Ούτε μηδενική (ευρεία προοπτική)
Σπάνια εξωτερική (ο αφηγητής παραθέτει λιγότερα στοιχεία απ’
                             όσα κατέχει ο χαρακτήρας)
Κυρίως εσωτερική (πολύ περιορισμένη προοπτική του ενός)

Επιλογή Γ.Β.:
Συμπερασματικά, εναλλάσσει εστιάσεις. Κυρίως κάνει χρήση της εσωτερικής και της εξωτερικής .


5)           Χρόνος:
Η χρονική έκταση της αφήγησης του Γ.Β. παραπέμπει περισσότερο στις αρχές ενός μυθιστορήματος, γιατί, ενώ στο «κλασσικό» διήγημα ουσιαστικά συνοψίζεται η ιστορία και δεν παρατίθεται η εξέλιξή της, εκείνος, επιστρατεύοντας πυκνή και σύνθετη πλοκή και ευρεία χρονική ανάπτυξη, δημιουργεί στον αναγνώστη την αίσθηση πως διαβάζει ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα (¹ αφηγηματική συντομία)
Αναχρονίες
Ø   παραβίαση χρονικής σειράς μέσα από αναδρομικές και πρόδρομες αφηγήσεις.
Τι κερδίζει:
κίνηση, συγκρότηση νοήματος, «πλαστικότητα»,αγωνία, ενδιαφέρον, φωτίζει
Τι αποφεύγει:
μονοτονία μίας γραμμικής ανάπτυξης, τη μη ανάδειξη των σχέσεων αιτίου – αιτιατού.


6)           Προτεινόμενες ενότητες:
α) «άλλην αδελφήν (…) Ας έχει την ευχή μου!»

β) «Ο Γιωργής ήμην εγώ (…) και εγώ εσιώπησα»
α ® ο αφηγητής σε μικρή ηλικία
β ® ο αφηγητής ενηλικιώνεται και ωριμάζει
β®  εμφανίζεται και η μητέρα


Μπορούμε να χωρίσουμε τις προτεινόμενες ενότητες σε υπο-ενότητες (ο χωρισμός δεν είναι απόλυτος):

α1
«Άλλην αδελφήν (….). Η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος»


α2
«Όταν εξηντλήθησαν (….). Κανείς δε μ’ εκυνήγει»


α3
«Ήρχισαν λοιπόν να συνέρχωμαι (…) εγλύτωσεν από τα βάσανά του»


α4
«Πολλοί είχον κατηγορήσει (…). Ας έχη την ευχή μου»


β1
«Ευτυχώς αι κακαί εκείναι (…) την πήρα στο λαιμό μου, ετελείωσε»


β2
«Η εκμυστήρευσις αυτή (…) και εγώ εσιώπησα»

7)           Δράση και πώς παρουσιάζεται:
α) περίληψη

β) σκηνική μέθοδος


        
           Περίληψη:       ο αναγνώστης μαθαίνει για τη δράση μέσω της παρέμβασης του αφηγητή. Έτσι, αν  
                            και μη παρών στα συμβάντα που του εξιστορούνται, τα μαθαίνει με επάρκεια.
Σκηνική μέθοδος:        Διάλογος + αίσθηση άμεσης συμμετοχής αναγνώστη στα διαμειβόμενα και τα δρώμενα. Δραματικότητα (κλιμακούμενη).
Χρήση χώρου (ανοικτός ¹ κλειστός χώρος). Ανοικτός χώρος = όχι απαραίτητα θετικός. Κλειστός χώρος = όχι απόλυτα αρνητικός.
Νοηματοδοτούνται από την αντιθετική τους σχέση μέσα ¹ έξω / πόλη ¹ χωριό / εκκλησία ¹ σπίτι.


§   Το  αμάρτημα της μητρός μου  §   

Γ. Βιζυηνού / ΜΕΡΟΣ Β΄ 


Κεντρικό θέμα:         Η ενοχή της μητέρας
Δευτερεύον θέμα:      Η μακρόχρονη αναζήτηση της μητρικής αγάπης. Η τελική επιβεβαίωσή της.
Το κυρίαρχο μοτίβο: Η διπλή πραγματικότητα / διπλή αλήθεια
Άλλα σημαντικά μοτίβα*:     μοτίβο ενοχής
μοτίβο αδελφικής αγάπης
μοτίβο αρρώστιας
μοτίβο ζήλειας
μοτίβο απελπισμένης αγάπης
μοτίβο ιδιάζουσας αγάπης της μάνας προς τη μοναχοκόρη Αννιώ
μοτίβο φόβου κ.ά.
Σχήματα** :
Κυρίως αντιθετικά: Σχετίζονται: α) με το χρόνο (πριν – μετά ) β) με τη σχέση των προσώπων γ) με τον ίδιο τον τίτλο
Το ίδιο το θέμα θέτει το ερώτημα και το διήγημα είναι αφιερωμένο στην απάντησή του. («Ποιο είναι το αμάρτημα της μητρός μου?»)
1)      Αφηγητής – μητέρα = διάσταση, σύγκρουση
2)      Ανήλικος αφηγητής – ενήλικος αφηγητής = δεν κατανοεί – κατανοεί και συγχωρεί
3)      Μητέρα στο παρόν – μητέρα στο παρελθόν = πραγματική: δεύτερη οπτική γωνία. Ως πραγματική: η πρώτη οπτική γωνία


Θεατρικότητα:

Είδαμε ήδη ότι ο Γ.Β. συμπεριλαμβάνει στις αφηγηματικές τεχνικές του και τη «σκηνική μέθοδο» μαζί με την περιγραφή (αν και περιορισμένη σε μέγεθος για ρεαλιστική διηγηματογράφο) και την περίληψη (του χρησιμεύει για να εναλλάσσει τα πεδία του χρόνου). Μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε την υποβλητική θεατρικότητα του διηγήματος ως εξής:

α)
Η χρήση του χώρου (ανοικτός – κλειστός)

β)
Οι διάλογοι (που είναι ουσιαστικά παράλληλοι μονόλογοι)

γ)
Οι ευκρινώς διαχωρισμένες ενότητες καθώς και παρεμβολές αφηγήσεων (σκηνές – λ.χ. στην εκκλησία) ομοιάζουν με θεατρικές πράξεις

δ)
Η παρουσία πολλών προσώπων, και ολοκληρωμένων – εξελισσόμενων χαρακτήρων και στατικών – μονοδιάστατων (παππούς, «γιατρός», γύφτος)

ε)
Οι εναλλαγές στοιχείων τόπου και χρόνου σε συνδυασμό με τις συγκρούσεις των χαρακτήρων και  ξανά με την πολυπροσωπία
Αφηγητής:
Όπως είδαμε, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κυριαρχεί (σε όλα τα έργα του Γ.Β. ) και διακόπτεται από διαλόγους – περιλήψεις – περιγραφές.

Γνωρίσματα – ιδιοτυπίες αφηγητή:
α)
Δεν ταυτίζεται, όπως γίνεται συχνά, με τον παντογνώστη – αφηγητή γι’ αυτό και πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει λόγος στο παρόν διήγημα για μηδενική εστίαση αλλά περισσότερο για εσωτερική (όπου αναμειγνύεται η φωνή του αφηγητή με της μητρός του) και λιγότερο για εξωτερική (α΄ μέρος διηγήματος: ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από τη μητέρα του)

β)

Ο ίδιος ο αφηγητής θεωρείται συχνά και χαρακτήρας του έργου όχι όμως με την κλασσική μορφή του. Βρισκόμαστε μπροστά σε «μία μοναδική περίπτωση για τη νέα ελληνική λογοτεχνία»: ο Γ.Β. μπορεί να θεωρηθεί «χαρακτήρας» στο ίδιο του το έργο ως αναλύων τον ίδιο του τον εαυτό.
γ)
Η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης συνάδει με τις απαιτήσεις του ρεαλισμού για αμεσότητα, εγκυρότητα και αυθεντικότητα.
δ)
Παρά την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ο Γ.Β. δεν επιδιώκει να εκθέσει και να αναλύσει τα πράγματα μόνο από τη δική του σκοπιά. Ας μην ξεχνάμε πως εσκεμμένα συν-παρουσιάζεται η σκοπιά της μητέρας σχεδόν σε ίσο βαθμό (σύνδεση με τη βαθιά του πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν ακλόνητα κριτήρια και αμετάθετα όρια στις ανθρώπινες σκέψεις και πράξεις και σπουδές ψυχολογίας)

§   ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ  §

Στοιχεία που μαρτυρούν ίχνη πολιτισμού σε όλους τους τομείς: υλικό, πνευματικό, κοινωνικό, ιδεολογικό κ.ά.
Λαογραφικό στοιχείο:
δεισιδαιμονίες, δοξασίες, παράλογοι φόβοι, ήθη ζωής, έθιμα, τελετές, είδη διαβίωσης, εργασίας, στοιχεία ενδυμασίας, σίτισης, στέγασης κ.ά. (συχνά συναιρείται με το θρησκευτικό στοιχείο)
Θρησκευτικό στοιχείο:
τελετές, εξορκισμοί, λύση βασκανίας, δρώμενα, δαιμόνια, πίστη στη θεραπευτική λειτουργία ιερών αντικειμένων κ.ά.

Χρήση αρχαιοπρεπών λέξεων και τύπων
(ο ίδιος ήταν πολύ μορφωμένος αλλά και ώριμος ηλικιακά, όταν έγραψε το εν λόγω διήγημα)

Γλωσσική                  Αφήγηση  Ù  καθαρεύουσα
ποικιλία                      Διάλογοι  Ù   δημοτική
    ¹
Διγλωσσία:                Συγγραφέας Ù  ανοίγει το δρόμο για τη δημοτική (πρώτος) -
                                                               γνήσιο λαϊκό αίσθημα         
υπηρετεί τους                                         (καταγωγή + ενδιαφέροντα)
πολύπλοκους σκοπούς
του και στα επίπεδα
του βάθους αλλά και
της διπλής πραγματικότητας.

                                    Δημοτική γλώσσα: αμεσότητα – φυσικότητα
Ύφος: απλό, διαυγές, σαφές, επικοινωνιακό
Þ    ΑΛΗΘΟΦΑΝΕΙΑ + ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
(ηθογραφία)
* Η απλότητα δεν εμποδίζει τη βαθυστόχαστη ψυχογράφηση

* Ορισμένα βασικά στοιχεία περιεχομένου και δομής των Σημειώσεων (Α΄ και Β΄) αντλήθηκαν από το βιβλίο «Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ.Μ. Βιζυηνού» του καθηγητή Β. Αθανασόπουλου, ΕΚΠΑ, και από επιλεκτικά σημεία των πανεπιστημιακών σημειώσεών του.






Συμπληρωματικές ερωτήσεις
για
το «Αμάρτημα της μητρός μου» 
Γ. Βιζυηνού

1)           Από ποια στάδια περνάει η μητέρα, όσον αφορά στο «αμάρτημά» της, από την αρχή της αφήγησης μέχρι το σημείο που ομολογεί την ενοχή της; (γενική)
2)           Σε ποια σημεία του κειμένου σημειώνεται επιβράδυνση του ρυθμού αφήγησης και πώς αυτά λειτουργούν;
3)           Θα μπορούσαμε με σιγουριά να ισχυρισθούμε πως ο Γ.Β. είναι ένας καθαρόαιμος ηθογράφος; Να στοιχειοθετήσετε τη στάση σας.
4)           Συχνά μελετητές του Βιζυηνού χαρακτηρίζουν τα έργα του, και ιδίως το υπό εξέταση, ως «αυτοβιογραφικά». Συντάσσεστε με την άποψη αυτή;
5)           Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι η μητέρα υιοθετεί μόνο κορίτσια; Πώς το δικαιολογεί η ίδια;
6)           Ο τίτλος «Αμάρτημα της μητρός μου» προκαλεί άμεσα στον αναγνώστη απορία και μία υπόνοια μυστηρίου. Ποια είναι η δομή της πλοκής που τονίζει τις ανωτέρω διαπιστώσεις; Φτάνουμε ποτέ στη «λύση» της απορίας μας;
7)           Μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η Δεσποινιώ ταυτίζεται με ακρίβεια προς το γυναικείο πρότυπο της εποχής της?
8)           Παρατηρήσαμε ότι, αν και ο τίτλος του διηγήματος παραπέμπει σε έναν πρωταγωνιστή, ουσιαστικά τα πάντα στηρίζονται στο συνεχή διάλογο μητέρας – αφηγητή. Να δείξετε πως επηρεάζει αυτή η ιδιαιτερότητα, η ιδιάζουσα οργάνωση, τη δομή του διηγήματος.
9)           Έχει υποστηριχθεί από μελετητές του Γ.Β. ότι στο διήγημα που εξετάζουμε δεν κυριαρχεί μόνο η ενοχή της μητέρας για το «αμάρτημά» της αλλά ότι υφίσταται και η ενοχή του γιου προς τη μητέρα. Σε ποια σημεία του διηγήματος φαίνεται αυτή; Γιατί νιώθει ένοχος ο Γιωργής και, τελικά, πώς σχετίζεται η ενοχή του με την ενοχή της μητέρας του;
10)       Μία υπόγεια φλέβα διατρέχει το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου»: είναι η αντίθεση ανάμεσα στα γένη, στο θηλυκό και το αρσενικό, όχι όμως στα πεδία της σεξουαλικής ζωής αλλά


στις σχέσεις γονιού και παιδιού /ών. Πού φαίνεται αυτή στο κείμενο; Ποιος είναι ο ρόλος της; Μπορεί να θεωρηθεί «μοτίβο»;
11)       Ολοκληρώνοντας τη βαθιά και συστηματική ανάγνωση του «Αμαρτήματος της μητρός μου» διαπιστώσαμε πως πράγματι κυριαρχούν στη συνείδηση των δύο πρωτευόντων ηρώων δύο πραγματικότητες. Αναζητήστε τα σημεία στο κείμενο από τα οποία διαφαίνονται οι δύο αυτές πραγματικότητες επεξηγώντας τη μορφή που προσλαμβάνουν σε κάθε περίπτωση.
12)       Tελικά υπήρξε «αμάρτημα της μητρός»? Πώς αιτιολογείτε τη χρήση της κτητικής αντωνυμίας «μου»?

§            ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
(ΜΑΝΑ – ΓΙΩΡΓΗΣ)  §

1)           «Ταπεινοί και ασυνείδητοι λειτουργοί κάποιων τελετουργιών»
2)           Αληθοφανείς – με στοιχεία αυτοβιογραφικά
3)           Έχουν καλούς σκοπούς αλλά αποτυγχάνουν αντιμέτωποι με τις αυταπάτες τους ή τις αιφνίδιες παρεμβολές της πραγματικότητας
4)           Κινούνται – με άνεση – ανάμεσα στον «μέσα» και τον «έξω» κόσμο
5)           «Μιλούν» παράλληλα, δεν μπορούν να αποκαταστήσουν διαλεκτικά την πραγματικότητα, δεν επικοινωνούν
6)           ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ- ΣΦΑΙΡΙΚΟΙ / ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΟΙ
ΕΞΕΛΙΣΣΟΜΕΝΟΙ= 2, μάνα, Γιωργής. ΕΠΙΠΕΔΟΙ – ΔΙΣΔΙΑΣΤΑΤΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ (οι λοιποί)
7)           Ζωντανοί – ανθρώπινοι – σάρκινοι – αδιέξοδοι
8)           Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αναπαράγουν αρχετυπικές συγκρούσεις: μάνα – γιος < γυναίκα – άνδρας


 Ειδικότερα χαρακτηριστικά κυρίων ηρώων
«Το αμάρτημα της μητρός μου» 

1)           Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα (η μητέρα):
α)
αυταρχική, δεσποτική, φιγούρα μητριαρχική, επιβάλλει τη θέλησή της, ουσιαστικά διοικεί το σπίτι της, καθορίζει και προγραμματίζει το μέλλον των παιδιών της, τα διαπλάθει με γνώμονες την πειθαρχία, την αλληλοστήριξη, την αφοσίωση στην οικογένεια
β)
γυναίκα αρχετυπική, σχεδόν τοτεμική, αναδεικνύεται σε σύμβολο. Είναι η γυναίκα – μάνα, πέρα από χρονικά, ιστορικά, κοινωνικά και γεωγραφικά όρια. Ζει πρωτογενή ψυχικά δράματα / διαχρονικά. Αγωνία της ύπαρξης
γ)
κυριεύεται από ενοχή, όχι προς την κοινωνία των ανθρώπων αλλά προς τη φυσική τάξη, τη ζωή: είναι μητέρα. Πρέπει, ταγμένη από την ίδια τη φύση, να δίνει ζωή κι όχι να παίρνει. Το ηθικό, δυσβάσταχτο χρέος της είναι προς τη ζωή, τη φύση. Για τη Δεσποινιώ ο θεϊκός νόμος ταυτίζεται με το φυσικό. Άρα νιώθει ένοχη και  υπόλογη απέναντι και στο Θεό, από τον οποίο ζητά σημάδι λύτρωσης. Ταυτίζει τη λύτρωσή της με τα θηλυκά παιδιά. Ζει και συνεχίζεται μέσα από το θηλυκό γένος
δ)
είναι μία ισχυρή, δυναμική προσωπικότητα. Μόνο μετά από 28 χρόνια εξομολογείται το «αμάρτημα» στο Γιωργή κι αυτό για να διεκδικήσει με πειστικότερα επιχειρήματα την υλική του στήριξη για την ανατροφή του άλλου υιοθετημένου κοριτσιού. Εμφανίζεται επίμονη και αποφασιστική
ε)
κινείται έξω από τα φυσιολογικά όρια. «Παραβιάζει» τους κοινωνικούς κανόνες εργαζόμενη εκτός οικίας και διασαλεύει τα ειωθότα με 2 απανωτές υιοθεσίες, πράγμα πρωτόγνωρο για τα καθιερωμένα της τουρκοκρατούμενης ελληνικής υπαίθρου του 14ου αιώνα Δεισιδαίμων, θρησκόληπτη, ακραία
στ)
τηρεί, μέχρις ενός σημείου, τα πατροπαράδοτα έθιμα, πάλι όμως προβαίνοντας σε αποκλίσεις. Χαμηλότονα, συγκρατημένα και σεμνά θρηνεί το θάνατο του συζύγου της. Ως χήρα, γίνεται έγκλειστη στο ίδιο της το σπίτι και μαυροφορεί για πάντα. Όμως, θρήνησε την Αννιώ με οιμωγές, κραυγές, θρηνολογίες στα όρια του παραλογισμού (ασυμβατότητα) και της κοινωνικής έκθεσης. Τηρεί όλα τα έθιμα του θανάτου και ακολουθεί τις δεισιδαιμονίες του καιρού της



ζ)
μητέρα εργατική, έτοιμη να θυσιαστεί για τα παιδιά της, αυτοθυσιάζεται αλλά δεν εκδηλώνει αγαπητική συμπεριφορά στα αρσενικά τέκνα, ίσως, όπως υπαινίσσεται, λόγω των δικών της βιωμάτων
η)
διακρίνεται για τον υψηλό βαθμό υπευθυνότητας της προς την κάλυψη των βασικών αναγκών των παιδιών της που αφορούν στον προγραμματισμό του παρόντος και του μέλλοντός τους (σίτιση, ανατροφή, παιδεία, αποκατάσταση)
θ)
η τεκμηριωμένη αφοσίωσή της στην οικογένεια εκτείνεται και στην υπεράσπιση της οικογενειακής τιμής, ακόμα κι αν χρειαστεί να βαυκαλίσει ή / και να αυτοβαυκαλισθεί
ι)
η αγάπη της κατανέμεται ανισομερώς. Μεροληπτεί καταφανώς, προκλητικά, αμετάκλητα και αμετανόητα υπέρ των θηλυκών γόνων της (ιδέ ενδυμασία) και παραμελεί συναισθηματικά και υλικά τα αρσενικά τέκνα. Με τη μανιακή αγάπη για τα θηλυκά απενοχοποιείται.
κ)
Γενικά: Η Δεσποινιώ διαμορφώνει την δική της εικόνα για την πραγματικότητα:

α)
στάση προς το θέμα του νεκρού παιδιού (ενοχή)

β)
στάση προς τα άρρενα τέκνα (αφύσικη)

γ)
στάση προς την υπόσχεση του Γιωργή (προς την α΄ υιοθεσία)

δ)
στάση προς τις κακές φήμες για το Γιωργή, αν και τις πιστεύει

ε)
απουσία τελικής λύτρωσης (παρά τις εξομολογήσεις)

στ)
στάση προς την κοινωνία του τόπου της και τα εσκαμμένα

2)           Γιωργής – το Γιωργί:
α)
συνδέεται δια βίου με τη μητέρα του με συναισθήματα βαθιάς αγάπης που εγγίζει ίσως και το παθολογικό σημείο. Τραυματίζεται ανεπανόρθωτα από την ανακόλουθη και άναρχη, σχεδόν αφύσικη συμπεριφορά της μητέρας του και, ακόμα κι όταν του ξεδιαλύνει το φοβερό αίνιγμα των παιδικών του χρόνων, μόνο σε λογικό επίπεδο κατανοεί τι συνέβη.
Σε ψυχικο-συναισθηματικό παραμένει στις παιδικές εμμονές και αυταπάτες. Όταν η μητέρα προβαίνει στην εξομολόγηση του τρομερού μυστικού της, εκείνος την καταλάβει εξωτερικά, γιατί διαφέρουν ριζικά τα βιώματα και τα συναισθήματά τους ως προς τον τυχαίο θάνατο του πρώτου κοριτσιού
β)
ως είναι φυσικό, ο Γιωργής αποζητά την εμπράγματη, φυσική αγάπη, τη χειροπιαστή μέριμνα και τη θέρμη μίας «κανονικής» μητέρας. Η πρόδηλη

προτίμησή της προς την Αννιώ τον εξωθεί σε έναν αμυντικογενή βαυκαλισμό: παρά τα όσα βλέπει και ζει, η μάνα του τον αγαπάει (ιδέ σκηνή στο ποτάμι) Eισπράττοντας αντιφατικά στοιχεία (σύγκρινε σκηνή εκκλησίας με σκηνή ποταμιού), ο Γιωργής οδηγείται σε μία οδυνηρή συναισθηματική αιώρηση: τον αγαπά ή όχι η μάνα του;
Καταντά ανασφαλής εξαιτίας των ισχυρών, τραγικών ψυχικών μεταπτώσεων που βιώνει η μητέρα του πράγμα που επιτείνει την ψυχική του εξάρτηση από αυτήν. Το αίσθημα του «αδικημένου» τον κατατρέχει μέχρι και στην ώριμη ηλικία

γ)

εμφανίζεται υπεύθυνος και στοργικός προς τα αδέλφια του (τα φυσικά) και προς το μελλοντικό, πρώτο υιοθετημένο παιδί. Μέσα σε έξαρση αλτρουισμού υπόσχεται πως αυτός θα γίνει ο «άνδρας του σπιτιού» για τη Δεσποινιώ και τη θετή της κόρη
δ)
αντιμετωπίζει μία ασύλληπτα δύσκολη και δυσβάσταχτη πρόκληση: να είναι το φύλο του (αρσενικό) ασύμβατο προς την επιθυμία και των δύο του γονιών. Η απαρχή της ενοχής του Γιωργή, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική κριτική.
Ζει το δράμα της στέρησης της μητρικής στοργής ακόμα εντονότερο κάτω από τις συνθήκες ενοχοποίησης
ε)
ως χαρακτήρας, μεταπηδά από θετικά σε αρνητικά συναισθήματα και τούμπαλιν: αγάπη – μίσος, οργή – κατανόηση, ζήλεια – φροντίδα,


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ    ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Γεώργιος Βιζυηνός (1849 - 1896)
O Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στο χωριό Βιζύη ή Βιζώ της Θράκης το 1849. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σύρμας. Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η περιπέτεια της ζωής του: μαθητευόμενος ράφτης στην Πόλη, ύστερα προστατευόμενος ενός πλούσιου έμπορου στην Κύπρο, 19-20 ετών καλογεροπαίδι, προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β, 23 ετών ιεροσπουδαστής στη Χάλκη (όπου το 1873 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Ποιητικά πρωτόλεια). Το 1874 έρχεται για λίγο στην Αθήνα όπου και θριαμβεύει, βραβευόμενος σε δυο διαγωνισμούς, έναν ποιητικό, με τη συλλογή του «<Βοσπορίδες αύρες» και ένα θεατρικό, με το έργο του «Κόδρος». Kατόπιν το (1875-78) σπουδαστής φιλολογίας και φιλοσοφίας στη Γερμανία (με υποτροφία του ζάπλουτου Γεωργίου Ζαρίφη). Εκεί σπούδασε με διάσημους καθηγητές, όπως ο Λότσε, ο Βουντ, ο Τσέλερ κ.ά. Η διαμονή του στο εξωτερικό συνεχίστηκε, με διακοπές, μέχρι το 1884: το 1881 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα στη Γερμανία, το 1882 έμεινε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Δημήτριο Βικέλα, την Ιουλιέτα Λαμπέρ-Αντάμ κ.ά. και το 1883 βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου σχετίστηκε με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα Αρμένη και δημοσίευσε τα μέχρι τότε ποιήματά του με τον τίτλο Ατθίδες Αύραι. Το 1884 πέθανε ο προστάτης του Ζαρίφης και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου μόλις κατόρθωσε να διοριστεί καθηγητής γυμνασίου.

Στο μεταξύ είχε γίνει γνωστός ως λαμπρός διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος και έχει γράψει σχολικά βιβλία ψυχολογίας και λογικής. Τώρα πια ήταν προσωπικότητα.
Τα ποιήματά του βραβεύτηκαν δύο φορές σε πανεπιστημιακούς διαγωνισμούς και τα διηγήματά του δημοσιεύονταν στο εγκυρότερο περιοδικό, την Εστία. Το 1885 εξελέγη υφηγητής της φιλοσοφίας με το έργο του Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Αλλά δεν πρόλαβε να γίνει καθηγητής, καθώς η μοίρα τον χτύπησε σκληρά. Το 1892 προσβλήθηκε το μυαλό του και κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο της Αθήνας, όπου ύστερα άπό τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πέθανε τόν Απρίλιο του 1896, αφού μπόρεσε ακόμα και μέσ' από τή φυλακή του διανοητικού σκότους, να εξακοντίσει μερικές θαυμάσιες λάμψεις λυρικών εμπνεύσεων.
Ο Βιζυηνός έχει μια παιδική ψυχή, γεμάτη νοσταλγία, λυρική διάθεση, αβρή μελαγχολία, τρυφερότητα και πόνο. Νοσταλγεί, όπως ο Παπαδιαμάντης, τα παιδικά του χρόνια, τη χαροκαμένη μάνα του, το φτωχικό του σπίτι, το χωριό του Βιζύη, τη Θράκη γενικά, την Πόλη των θρύλων. Και η ποίησή του αντλεί τα θέματά της από αυτή τη νοσταλγική παρηγοριά. Αλλού αυτοβιογραφείται, αλλού ηθογραφεί τις λαϊκές παραδόσεις του τόπου του (γράφει παραλογές, μπαλάντες, «βαλλίσματα», όπως τα αποκαλούσε ο ίδιος), αλλού εκφράζει την πίστη του στη Μεγάλη Ιδέα και άλλοτε γράφει δροσερά παιδικά ποιήματα. Αρκετοί στίχοι του μας συγκινούν και σήμερα. Πρέπει όμως να εκτιμήσουμε τη συμβολή του, με τα μέτρα της εποχής του. Ενώ ξεκίνησε από τη φαναριώτικη ποίηση της Πόλης (ο Ηλίας Τανταλίδης ήταν δάσκαλος και προστάτης του) και βρήκε τον στόμφο και τη ρητορεία των Φαναριωτών στην Αθήνα (Θ. Ορφανίδης, Παράσχος, Αλέξανδρος Ραγκαβής, Αγγελος Βλάχος, πανεπιστημιακός διαγωνισμός), ο ίδιος έδειξε τη γνήσια ευαισθησία του με νέο τρόπο: στροφή προς τη λαϊκή παράδοση με την επίδραση του μεγάλου Νικόλαου Πολίτη, στίχος λιτός, απλός, δροσερός, ειλικρινής, απλούστερη καθαρεύουσα και ύστερα στροφή προς τη δημοτική. Αλλά η επίδραση που δέχτηκε από τη γενιά του 1880 δεν ολοκληρώθηκε

(το ίδιο που έγινε με τον Α. Προβελέγγιο, τον Γ. Στρατήγη και άλλους ποιητές και πεζογράφους).
Στην ποίηση του εξάλλου είναι ελλαδικός, φωτεινός, αλλού ευαίσθητος και αλλού παιγνιώδης. Η ποιητική παραγωγή του περιλαβαίνεται στις συλλογές «Ποιητικά πρωτόλεια» (1873), «Βοσπορίδες αύραι» (πήρε το α' βραβείο στο Βουτσιναϊο διαγωνισμό, αλλά δεν εκδόθηκε σε βιβλίο), «Ατθίδες αύραι» (1884). Επιλογή τών ποιημάτων αυτών, μαζί με νεώτερα ποιήματα, εκδόθηκε μετά θάνατον, το 1916 από τον οίκο Φέξη. Ανάμεσα στα ποιήματα του αρκετά και από τα καλύτερα, είναι ποιήματα για παιδιά, από τα καλύτερα που γράφτηκαν ίσαμε σήμερα. Αν με την ποίησή του έμεινε στο μεταίχμιο, μεταξύ της παλιάς και της νέας Αθηναϊκής Σχολής, με τα διηγήματά του, στα οποία δέχτηκε την ευεργετική επίδραση του Βικέλα (Λουκής Λάρας, Παπα-Νάρκισσος κ.ά.), έγινε ο πατέρας του ελληνικού διηγήματος. Οι παιδικές του αναμνήσεις του έδωσαν θέματα για ηθογραφίες και η γνωριμία του με την ψυχολογία, με το ρεαλιστικό και ψυχολογικό μυθιστόρημα της σύγχρονής του Ευρώπης και με το έργο του Ίψεν τον ώθησε και τον βοήθησε να γράψει ηθογραφικά διηγήματα με ψυχογραφική δύναμη. Βέβαια, και εδώ αυτοβιογραφήθηκε. Αλλά εκτός από την αφηγηματική του τέχνη, είχε και τη δύναμη να παρατηρεί τους ανθρώπους με σιγουριά, να τους ερευνά βαθύτερα, να διαγράφει τους χαρακτήρες τους και να τους κάνει μια ψυχολογική ανάλυση που ακόμα και σήμερα θέλγει. Εδώ δεν έχουμε πρωτόλεια, γράφει με ασφάλεια, όπως ένας ώριμος τεχνίτης. Η καθαρεύουσά του είναι δουλεμένη και ζωντανή, ενώ οι διάλογοι γράφονται στη δημοτική. Κρίμα, που ενώ τον συγκίνησε η δημοτική (απόδειξη το χαριτωμένο αφήγημά του Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα) δεν μπόρεσε να υπερνικήσει τον γλωσσικό διχασμό. Οπωσδήποτε τα διηγήματά του Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήταν ο φονεύς του αδελφού μου, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον και, κυρίως, το καλύτερό του Μοσκώβ Σελήμ θεωρούνται σημαντικότατα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σημαντικά επίσης είναι τα δοκίμιά του για τον Πλωτίνο, τον Ίψεν, τις μπαλάντες κ.ά.

Γεώργιος Βιζυηνός
Αποχωρισμός
α. Η μάννα
Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά!
είναι βουβά τα αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά,
κι η δόλια μου ματιά θολή.
Παιδί μου ώρα σου καλή!
Είναι η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά!
σαλεύ' ο νους μου, σαν δενδρί, που στέκ' αντίκρυ στο χιονιά,
και είναι ξέβαθο πολύ,
παιδί μου ώρα σου καλή.
Βοΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή!
ξηράθηκαν τα χείλη μου και μου εκόπη κι η πνοή,
σ' αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Να σε παιδέψ' ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητιά!
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή,
όταν τα λέμ' «ώρα καλή».
β. Το παιδί
Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάννα, σα φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα βροντερό!
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σα νερό,
και γω το κύμα τ' ακλουθώ,
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός,
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός!
Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ...
μάννα μην κλαις, θα ξαναρθώ.
Πλάκωσε γύρω καταχνιά κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή!
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
να με φυλάγη, μη χαθώ,
μάννα, μην κλαις, θα ξαναρθώ.



Αθανασόπουλος, Β., Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1992
Μαμώνη Κ., Βιβλιογραφία Γ. Βιζυηνού, 1873-1962. Ανέκδοτα ποιήματα από τα χειρόγραφα " Λυρικά ", Εταιρεία Θρακικών Μελετών, Αθήναι, 1963
Μητσάκης Κ., Αναδρομή στις ρίζες: Γεώργιος Βιζυηνός, Ελληνική Παιδεία, Αθήνα, 1977
Ξηρέας Μ., 'Αγνωστα βιογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα του Βιζυηνού, Λευκωσία, 1949
Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ., Λαογραφικές μαρτυρίες Γεωργίου Βιζυηνού, Αθήνα, 1982
Πούχνερ B., Ο Γεώργιος Βιζυηνός και το αρχαίο θέατρο. Λογοτεχνία και λαογραφία στην Αθήνα της μπελ επόκ, Πατάκης, Αθήνα, 2002, 
Σαχίνης Α., Παλαιότεροι πεζογράφοι: Α.Ρ. Ραγκαβής, Δ. Βικέλας, Γ. Βιζυηνός,Κ. Παλαμάς, Γ. Βλαχογιάννης, Εστία, Αθήνα, 1982
Σαχίνης Α., Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 1968
[Συλλογικό] Ποιός ήταν ο Γεώργιος Βιζυηνός. Εκατόν σαράντα έτη από τον θάνατο του, Ευθύνη, Αθήνα, 1988
Χρυσανθόπουλος Μ., Γεώργιος Βιζυηνός: μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Εστία, Αθήνα, 1994

















* Μοτίβο = μία ιδέα που οργανώνει, κυρίως και σε συνδυασμό με άλλες ανάλογες, το αφηγηματικό υλικό (εσωτερική δομή)
**  Σχήμα = ευρύτερη οργανωτική μονάδα από το μοτίβο (αφηρημένη δομή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου