Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ «ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ»

ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ «ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ»
ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ

Η αναλυτική και ερμηνευτική λογική της Ψυχανάλυσης (Θ. Τζούλης 1988) γοητεύεται και προκαλείται από το βεβαρημένο ψυχικό υπόστρωμα της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα. Εστιάζει το ενδιαφέρον της στην ιδιόμορφη παρουσία της γυναικείας φιγούρας και ψάχνει για αντιστοιχίες και αναλογίες ανάμεσα στη ζωή του και στο λογοτεχνικό του έργο. Στο «αμάρτημα της μητρός μου» η μητρική φιγούρα (μορφοείδωλο) εμφανίζεται ως αντικείμενο με πολλαπλές και αντιφατικές όψεις, άλλοτε ως αντικείμενο αγάπης και μίσους, άλλοτε καταδίκης και αθώωσης, άλλοτε αποδοχής και απόρριψης. Μια τέτοια μητρική παρουσία συνθέτει και αναδεικνύει ένα ιδιόμορφο ψυχικό κόσμο για τον ήρωα-συγγραφέα και ένα προφίλ ψυχολογικά ευάλωτο στις γυναικείες φιγούρες. Οι τελευταίες δεν φαίνεται να καταγράφονται στα κείμενα του συγγραφέα πλην αυτής της μητρικής εικόνας. Απουσιάζουν αναφορές για το πατρικό μορφοείδωλο. Το διήγημα «Το μόνο της ζωής του ταξείδιον» μπορεί να διαβαστεί ως η ματαίωση και η αποτυχία της προσπάθειας για υποκατάσταση της πατρικής φιγούρας με το πρόσωπο του παππού. Η πανταχού παρουσία της πανίσχυρης φαλλικής φιγούρας της γυναίκας του παππού ακυρώνει το πατρικό μοντέλο . Ακόμα και η προσπάθεια του συγγραφέα να βρει προστασία στα πρόσωπα του Γ. Ζαρίφη, του Γ. Χασιώτη και του Ηλία Τανταλίδη θεωρείται ως ένα είδος καθυστερημένης υιοθεσίας.
Η ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Γ.ΒΙΖΥΗΝΟΥ
Ξεκινώντας να θυμηθούμε ότι στην αρχαία τραγωδία τραγικό είναι το πρόσωπο που συγκρούεται με δυνάμεις υπέρτερες του εαυτού του ( όπως η μοίρα , ο θάνατος, η θεϊκή δικαιοσύνη, οι ενοχές, οι εσωτερικές συγκρούσεις...)
Στο έργο του Βιζυηνού κυριαρχεί μια τραγική, σκοτεινή μοίρα. Κανένα κείμενό του δεν έχει happyend, κανένας ήρωάς του δεν είναι ευτυχισμένος. Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος γράφει: "O Βιζυηνός είναι ένας θλιμμένος ή πικραμένος πεζογράφος". ("Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού", 1992, σελ. 155). "Υπάρχει ακόμη ένα αίσθημα θανάτου, συγκρατημένης απελπισίας και πικρής διάψευσης..." (ο.π. 156). Την παρουσία του θανάτου, "βίαιου και άδικου", σημειώνει σαν leit-motiv του έργου και ο Μουλλάς: "..ό,τι σημαδεύει ανεξίτηλα τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι μια μνήμη ώριμη να συνθέσει την 'Νέκυϊά' της, επιστρέφοντας διαρκώς σ' ένα παρελθόν σφραγισμένο με την παρουσία του θανάτου". Και παρακάτω: "Αυτή την παρουσία του θανάτου θα την βρούμε ακόμα και στους τίτλους των τριών από τα έξη διηγήματα του Βιζυηνού".
Η τραγικότητα στο “Αμάρτημα της μητρός μου”
Το στοιχείο της τραγικότητας είναι εντονότατο στο διήγημα, ένα διήγημα το οποίο χαρακτηρίζεται για το ψυχογραφικό του χαρακτήρα, την έντονη δραματικότητα την σχεδόν επιστημονική διείσδυση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
Ο ακούσιος φόνος του μωρού της Δεσποινιώς( το πρώτο αμάρτημα στον ιστορικό χρόνο ) είναι το γεγονός το οποίο θα την καταστήσει εξ’ αρχής τραγικό πρόσωπο, μιας που η μοίρα την πλήττει με ένα οδυνηρότατο πλήγμα, το οποίο εκείνη ποτέ δε θα μπορέσει να ξεπεράσει. Το γεγονός του θανάτου του παιδιού της είναι από του τραγικό, αφού φέρνει τη μητέρα αντιμέτωπη με συμβάν αναπότρεπτο και δραματικό, το οποίο οι ψυχικές της δυνάμεις φαίνονται ανεπαρκείς να το αντιμετωπίσουν. Η “ύβρις” και η “τίσις” ορθώνονται μπροστά στα μάτια της, μιας που πιστεύει ότι η θεϊκή δικαιοσύνη λειτουργεί εκδικητικά : Ύβρις, αφού ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια σαν μητέρα και ήπιε, χόρεψε, μέθυσε και η Τίσις, ως τιμωρία, με τον ακούσιο φόνο.
Το συναίσθημα της οδύνης και της ενοχής κυριεύει μετά από αυτό για πάντα τη ψυχή της, μέσα της παλεύει με διλήμματα που την οδηγούν σε τρομερές εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες θα φανούν όταν αρρωστήσει και το δεύτερο κοριτσάκι, η Αννιώ, που γέννησε μετά το θάνατο του πρώτου παιδιού. Οι ενοχές της είναι πάνω από οποιαδήποτε άλλη λογική η συναίσθημα. Το τραγικό παιχνίδι της μοίρας, με την οποία συγκρούεται για άλλη μια φορά, την φέρνει μπροστά στη προοπτική της απώλειας, και του δεύτερου κοριτσιού της, την οποία η μητέρα θεωρεί θεϊκή τιμωρία. Αδιαφορεί εντελώς για τα άλλα παιδιά της, πληγώνοντας τα με τη στέρηση της μητρικής στοργής που εκείνα χρειάζονται. Διχάζεται τραγικά ανάμεσα σ’ αυτό που ξέρει πως έχει χρέος να κάνει ( αγάπη κ’ φροντίδα για τα άλλα παιδιά ) και σ’ αυτό από το οποίο ακούσια, δεν μπορεί ναξεφύγει : την επιλεκτική, σχεδόν ¨ψυχωτική¨ , εμμονή, στη φροντίδα της άρρωστης Αννιώς. Μέσα από αυτή τη στάση της διαβλέπουμε την τραγική αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης που πάντα παλεύει με δυνάμεις υπέρτερές της, με επιλογές και στάσεις ζωής που δεν μπορεί να αξιολογήσει ή να ιεραρχήσει εδώ η μητέρα ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το καθήκον της, όμως είναι πάνω από τις δυνάμεις της να το επιτελέσει. Ο εσωτερικός αυτός διχασμός εντείνει τη τραγικότητά της. Η συντριβή και η ενοχή είναι το μόνιμο ψυχικό κλίμα της μητέρας, ενοχή διπλή και για τον ακούσιο φόνο του πρώτου μωρού και για την παραμέληση των άλλων παιδιών, η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα δεύτερο «Αμάρτημα» μετά το πρώτο.
Αυτή η τραγική σύγκρουση και η πάλη της μητέρας προς τη μοίρα και τη θεία δικαιοσύνη έρχεται να μεταδώσει την τραγικότητα και στο μικρό Γιωργή. Ο μικρός γίνεται και αυτός τραγικό πρόσωπο αφού ταλαντεύεται ανάμεσα σε συγκρούσεις και διλήμματα: βλέπει τη μητέρα του να του στερεί την φροντίδα της όταν αρρωσταίνει η Αννιώ, ζηλεύει, αλλά νιώθει ενοχές γι’ αυτό -ξέρει πως πρέπει να δέχεται αγόγγυστα την ιδιαίτερη αγάπη της μητέρας του προς την άρρωστη μικρή αδελφή του- αυτό όμως δεν τον εμποδίζει από το να ζηλεύει, κάτι απόλυτα φυσικό για ένα μικρό παιδί. Οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής προς την άρρωστη αδελφή του (που είναι δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού), δεν τον εμποδίζουν να δηλώσει απερίφραστα το παράπονό του. Ο μικρός Γιώργης τραυματίζεται θανάσιμα από την προσευχή της μητέρας του (" χάρισέ μου το κορίτσι") και βεβαιώνεται ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά! Συγχρόνως νιώθει τον θάνατο να τον καταδιώκει, «οι οδόντες του συνεκρούοντο υπό του τρόμου»...
Και η κορύφωση της τραγικότητας και των δυο προσώπων, στις τελευταίες στιγμές πριν το θάνατο της Αννιώς: ο μικρός Γιωργής με μια προσευχή – εκδίκηση, αναιρεί την προσευχή της στην εκκλησιά «παρακαλεί το θεό να πάρει εκείνον αντί για την Αννιώ κορυφώνοντας και τη δική του οδύνη και αυτήν της μητέρας του…
ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΜΕ ΤΟ "ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ"
Παρακάτω δίνεται ένα κείμενο για παράλληλη ανάγνωση με το «Αμάρτημα της μητρός μου».Είναι από τη «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» του Μ. Καραγάτση, του αγαπημένου συγγραφέα των εφηβικών μου χρόνων…
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Μ. Καραγάτση: «Η μεγάλη Χίμαιρα
Να συγκρίνετε «το αμάρτημα της μητρός μου» ( το απόσπασμα με την εγκιβωτισμένη αφήγηση του ακούσιου φόνου απο τη Δεσποινιώ ) με το απόσπασμα από τη «Μεγάλη Χίμαιρα» που ακολουθεί:
(Η Μαρίνα Ρεΐζη ζει στη Σύρα, στο αρχοντικό της πεθεράς της, μαζί με την πεντάχρονη κόρη της Αννούλα, ενώ ο άντρας της ταξιδεύει. Παρασυρμένη από τις ανεκπλήρωτες ερωτικές της επιθυμίες, ένα βράδυ φεύγει κρυφά από το αρχοντικό και επιστρέφει τα ξημερώματα, αναζητώντας ερωτική συντροφιά. Το ίδιο βράδυ η κορούλα της πηγαίνει στο δωμάτιο της και μιας και δεν την βρίσκει εκεί, περιμένοντας τη, κοιμάται στην πολυθρόνα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο … Ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας θα αρρωστήσει με πνευμονία τη μικρή, η οποία τελικά θα πεθάνει ,την ίδια βραδιά που η Μαρίνα θα συναντηθεί ερωτικά με τον Μηνά, τον αδελφό του άντρα της… Η πεθερά της Μαρίνας και γιαγιά της μικρής, η Ρεΐζαινα αναλαμβάνει το ρόλο του κριτή – τιμητή για τη νύφη της.
(Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τη μοιραία νύχτα…)
Γονάτισε πλάι στην πολυθρόνα. Τα ανήσυχα χέρια της έψαξαν το μικρό κορμί. Φλεγόταν στον πυρετό .Αννούλα! Είπε ξανά. Η φωνή της είχε κάτι απ’ τον ρόγχο της αγωνίας. Τράνταξε νευρικά τη μικρή, θέλοντας να την ξυπνήσει. Μα το παιδί ήταν πεσμένο σε βύθος. Ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα με μάτια αλαλιασμένα, σα να μην ήξερε τι να κάνη σα να γύρευε βοήθεια από τα άψυχα και τα’ ανύπαρχτα. Και με μιας, έτρεξε στην πόρτα την άνοιξε και φώναξε: Μητέρα! Μητέρα!
Στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε μια άλλη πόρτα. Η φωνή της Ρεΐζαινας αντήχησε ανήσυχη! Τι τρέχει;
Ελάτε γρήγορε. Η Αννούλα δεν είναι καλά!
Η γριά πρόστρεξε όπως είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, με τη μακριά μαύρη της πουκαμίσα.
Τι τρέχει; Τι έχει το παιδί;
Έκανε να πάει κατά την πολυθρόνα, όπου η Αννούλα κειτόταν βουλιαγμένη στο λήθαργο του πυρετού. Κι άξαφνα κοντοστάθηκε. Το σκληρό, το μαύρο μάτι της έφερε ένα γύρο την κάμαρα. Είδε, πάνω στο ανακατεμένο κρεβάτι, το αδιάβροχο και το μπερέ. Είδε τη Μαρίνα ντυμένη με ρούχα τσαλακωμένα, με μορφή ξαγρυπνισμένη και στραπατσαρισμένη. Είδε την εγγονούλα της με τα μασκαράτικα, κοιμισμένη στην πολυθρόνα, δίπλα στ’ ανοιχτό παράθυρο.
Δεν ξεστόμισε λόγο. Η μορφή της ήταν τώρα παγωμένη, σκληρή, λες και χοντροπελεκημένη σε γρανίτη. Έσκυψε και με χέρια που έτρεμαν από λαχτάρα έπιασε το κοιμισμένο παιδί, το ανασήκωσε, το ‘σφίξε στο ξερό της στέρνο. Και δίχως να ρίξει μια ματιά στη νύφη της, βγήκε απ’ την κάμαρα .Η Μαρίνα απόμεινε ακίνητη, παγωμένη. Με μάτι λαφιασμένο είδε τη μαύρη σκιά να χάνεται στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, με την Αννούλα στην αγκαλιά. Και κατάλαβε πως το παιδί της έφυγε για πάντα… Το παιδί μου! Στριγγλίζει η Μαρίνα. Το παιδί μου! Αρπάζει το νεκρό κορμί, το πασπατεύει, το αγκαλιάζει, το κοιτάει με μάτια ξέφρενα. Δε θέλει να πιστέψη. Δεν μπορεί…
Τι το κοιτάς; σαρκάζει η γριά. Είναι πεθαμένο το παιδί σου!
Η Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει το μικρό πτώμα πάνω στο γυμνό της στήθος, με χέρια ξυλιασμένα. Κοιτάει πέρα, πουθενά, με μάτι γυμνό από φρόνηση. Τότε η Ρεΐζαινα σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπο του Μηνά, που κοιτόταν ασάλευτος κι ανέκφραστος, σα χτυπημένος από κεραυνό. Τον κοιτάει στα μάτια, με μάτια που σπαράζουν από σιχασιά, από μίσος. Και σουρώνοντας τα γέρικα χείλη της, τον φτύνει κατάμουτρα.
Φτού σου! Άτιμε! Αναστήλωσε ξανά το κορμί της. Ανάσανε με λυτρωμό. Και στητή, και μεγαλόπρεπη, και φοβερή βγήκε απ’ την κάμαρα.(......)
Τη θάψανε το απόγευμα. Ήταν μια μέρα χλιαρή κι ηλιόλουστη. Ο Σορόκος, αφού μάνιασε κοντά ως το μεσημέρι, γύρισε σε Απηλιώτη μαλακό και γλυκό, που ‘δίωξε τα σύννεφα. Η θάλασσα ξαπλωνόνταν βαθυγάλανη και μόλις ανήσυχη…
ΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ…
Στο "Αμάρτημα" μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της μητέρας δίνεται η εξομολόγηση του ακούσιου φόνου. Έτσι ο αναγνώστης νιώθει να συμμετέχει στα δρώμενα και συμπάσχει με τη μητέρα. Η αφήγηση είναι ρεαλιστική, χωρίς εξάρσεις συναισθηματικές κ’ υπερβολές. Λιτός και παραστατικός ο λόγος της μητέρας περιγράφει τη σκηνή του ακούσιου φόνου με κάθε λεπτομέρεια, αποδίδοντας και τους διάλογους που διαμείφθηκαν ώστε να μπει ο αναγνώστης και να γίνει πιο ζωντανή η αφήγηση (αλλά και ο αφηγητής Γιωργής) στο κλίμα του τραγικού περιστατικού («Το πλάκωσες γυναίκα, το παιδί μου – είπεν ο πατέρας σου…)
στη «Μεγάλη Χίμαιρα» η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, ο αφηγητής είναι αμέτοχος στα δρώμενα και έτσι μπορεί και περιγράφει τις κινήσεις, τις σκέψεις, τις αντιδράσεις όλων των ηρώων του. Η χρήση του διαλόγου έρχεται και εδώ για να κάνει πιο ζωντανή την αφήγηση. Η αγωνία της μάνας, της Μαρίνας περιγράφεται εδώ με περισσότερη συναισθηματική ένταση. «Η φωνή της είχε κάτι από το ρόγχο της αγωνίας
Τα συναισθήματα και οι ψυχικές εξάρσεις δίνονται με ακρίβεια μέσα από τις περιγραφές του συγγραφέα καταλήγοντας σε τραγικές κορυφώσεις (που δεν έχουν το μέτρο και την απλότητα του Βιζυηνού): «Τι το κοιτάς; Είναι πεθαμένο το παιδί σου…»
"ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ"
Ακολουθεί συνοπτική ανάλυση του διηγήματος ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ, βασισμένη στη παρουσίαση που έκανε η κ. Αγάθη Γεωργιάδου σε σεμινάριο Φιλολόγων στη Πάτρα το Δεκέμβριο του 2006
Το αμάρτημα της μητρός μου

Βασικό θέμα: ο θάνατος.
Δομικός άξονας : η ασθένεια της Αννιώς και οι μάταιες προσπάθειες της μητέρας να τη σώσει, για να εξιλεωθεί από μια κρυφή αμαρτία.
Θεματικός πυρήνας : το συναίσθημα ενοχής της μητέρας και η επίδραση που είχε στον ψυχισμό του αφηγητή .

Το βιωματικό υλικό
• Τα οικογενειακά ονόματα (ΔεσποινιώΜηχαλιέσα, Αννιώ, Γιωργής, Μιχαλιός, Χρηστάκης)
• Ο θάνατος του πατέρα και της Αννιώς
• Η παραμονή του αφηγητή στην Πόλη
• Το ταξίδι του στην Κύπρο
• Η δεύτερη μετάβασή του στην Πόλη

Η αφηγηματική προοπτική
Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» η δομή είναι κυκλική, όπως και σε όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού: αναπτύσσεται γύρω από ένα αίνιγμα που προτείνεται στον τίτλο και το οποίο λύνεται στο τέλος (π.χ. Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου) κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι τέλους.

Η ιδιοτυπία της αφήγησης
Σύμφωνα με την κλασική αφηγηματική πλοκή, ο μύθος ακολουθεί τρία στάδια:
• τη δέση
• την κορύφωση
• τη λύση
Στο συγκεκριμένο διήγημα δεν έχουμε μονοκεντρισμό της πλοκής, αλλά έκταση της αφήγησης σε περισσότερα του ενός επεισόδια. Με την επιλογή της τεχνικής της απόκρυψης, η δέση-κορύφωση-λύση συμπυκνώνονται στην εξομολόγηση της μάνας.


Η ιδιοτυπία της πλοκής
Συγκεκριμένα, η πλοκή του διηγήματος συνδυάζει τη μυστηριακή ατμόσφαιρα και τις μεταβλητές οπτικές γωνίες (του παιδιού-αφηγητή, του ενήλικου-αφηγητή και της μάνας) και θεμελιώνεται σε αντιθετικά μοτίβα:
• της πλάνης και αυταπάτης
• της διπλής αλήθειας
• της διπλής πραγματικότητας
• της αμφισημίας και της σχετικότητας

Η ιδιότυπη εστίαση


Σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη πλοκή η εστίαση είναι αναγκαστικά εσωτερική. Η αφήγηση δίνεται από την οπτική γωνία ενός παιδιού που σταδιακά μεταβάλλεται (μεταβλητή εστίαση). Κάποιες στιγμές όμως ο αφηγητής-παιδί φαίνεται να γνωρίζει τα συναισθήματα και τα κίνητρα των υπολοίπων προσώπων. Κι ενώ η εσωτερική εστίαση επιβάλλει περιορισμένη γνώση, σε σχέση με το λαογραφικό υλικό ο αφηγητής έχει στάση παντογνώστη, αφού επεμβαίνει για να επεξηγήσει και να σχολιάσει έθιμα και λαϊκές δοξασίες, δηλώνοντας ότι γνωρίζει περισσότερα από κάθε άλλο αφηγηματικό πρόσωπο. Η εσωτερική οπτική γωνία του αφηγητή διευρύνεται επίσης με την αναφορά σε εξωτερικά συμβάντα στα οποία ο αφηγητής δεν είχε προσωπική συμμετοχή, είχαν όμως άμεση σχέση με αυτόν.

Η οπτική γωνία

Η οπτική γωνία του αφηγητή είναι περιορισμένη. Σ’ αντίθεση με της μητέρας του, που παραμένει αμετάβλητη, η δική του ωριμάζει. Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο· τα υπόλοιπα αποτελούν απλά σημεία αναφοράς (δυαδική αφηγηματική δομή / δυαδική οπτική γωνία αφηγητή).
Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας οργανώνει την πλοκή είναι πρωτότυπος. Παρουσιάζει στην ουσία μια ιστορία, της οποίας το νήμα ξετυλίγεται από δύο διαφορετικά χρονικά σημεία και από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, στο τέλος όμως τα δύο νήματα συνυφαίνονται. Είναι η ιστορία της οικογένειας του αφηγητή, που την παρακολουθούμε στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος από την οπτική γωνία του Γιωργή, ενώ το τελευταίο τμήμα παρουσιάζεται από την οπτική γωνία της μητέρας. Οι δύο αφηγητές έχουν διαφορετική χρονική αφετηρία. Ο Γιωργής ξεκινά από την ασθένεια της αδελφής του και φτάνει στην εξομολόγηση της μητέρας και η μητέρα αρχίζει την ιστορία της λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση του Γιωργή και καταλήγει στο ίδιο σημείο, παρακάμπτοντας όσα ήδη ειπώθηκαν.


Αφηγηματικά μοτίβα

Σημαντικοί συντελεστές πλοκής είναι και τα αφηγηματικά μοτίβα του διηγήματος:
1)Η επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς(Το μοτίβο της επιδείνωσης)
Η συνεχής επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς αποτελεί σταθερό αφηγηματικό μοτίβο μέσω του οποίου εξελίσσεται η πλοκή και περιγράφεται ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά της μητέρας. Η φράση επαναλαμβάνεται με διάφορες παραλλαγές.
Το μοτίβο είναι σημαντικό:
• από άποψη τεχνικής γιατί συντελεί στη χρονική μετάβαση στην επόμενη φάση της ασθένειας.
• από πλευράς περιεχομένου τονίζει την εντατικοποίηση των φροντίδων της μητέρας και την αυξανόμενη αδιαφορία της προς τα αγόρια.


2) Το μοτίβο της στέρησης της μητρικής στοργής
Η ψυχολογία αναφέρει ότι είναι τραυματική εμπειρία για ένα παιδί ο πρόωρος ή απότομος απογαλακτισμός και μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί σύνδρομο αποστέρησης. Ίσως, πράγματι, ο αφηγητής να μην μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί από το σύνδρομο αυτό, το οποίο, σε συσχετισμό με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που πιθανόν είχε, τον έκανε να υποφέρει βαθιά. Απόδειξη αυτού είναι το ότι δεν ένιωθε ζήλια για τη συμπεριφορά του πατέρα του προς την Αννιώ, παρόλο που και αυτός την είχε «μη στάξη και την βρέξη». Η αγάπη και των δύο γονέων ήταν βέβαια δεδομένη, άσχετα με το αν την ένιωθε ο Γιωργής ή όχι. Η ίδια η μητέρα τονίζει την αγάπη της στο Γιωργή (την απέδειξε άλλωστε και με την πράξη αυτοθυσίας της) και αναφέρει ότι ράγιζε η καρδιά της που τον έβλεπε να μαραίνεται από τη ζήλια.

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Η ιστορία της μητέρας έχει το ίδιο σημείο αφετηρίας όπως και το διήγημα, ξεκινάει δηλαδή με την Αννιώ. Η μητέρα αφηγείται τη δραματική της ιστορία, που αποτελεί μια μακροσκελή ανάληψη (αναδρομική αφήγηση) και μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση (εγκιβωτισμένη αφήγηση), με χρονική αφετηρία την περίοδο πριν από τη γέννηση της Αννιώς. Έτσι, μεταβαίνουμε σε ένα δεύτερο επίπεδο αφήγησης, το μεταδιηγητικό
.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

• Στο διήγημα ξεχωρίζει η απαράμιλλη αφηγηματική δύναμη, η περιγραφική δεξιοτεχνία και η ψυχογραφική δύναμη με την οποία ο συγγραφέας διεισδύει στην παιδική ψυχή.
• Η αφήγηση εναλλάσσεται με το διάλογο, ενώ οι περιγραφές είναι περιορισμένες και οργανικά ενταγμένες στην αφήγηση. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε κάποια σημεία μετατρέπεται σε εσωτερικό μονόλογο. Στην αφήγηση παρεμβάλλονται σχόλια για τα ήθη και έθιμα της εποχής και αποδίδονται σε ελεύθερο πλάγιο λόγο οι σκέψεις άλλων.

Το τέλος της αφήγησης

Με την εξομολόγηση της μητέρας, θεματικά, ολοκληρώνεται η ιστορία και λύνεται το αίνιγμα του τίτλου. Συναισθηματικά, η μητέρα εξιλεώνεται στην ψυχή του αναγνώστη τόσο ως προς τη στέρηση αγάπης προς το γιο όσο και ως προς την αμαρτία της. Το αμάρτημά της μπορεί να ήταν μεγάλο, αφού κατέληξε σε παιδοκτονία, το πλήρωσε όμως ακριβά με την ηθική της δοκιμασία.

Η μυστηριώδης, αινιγματική πλοκή, η περίπλοκη αφηγηματική προοπτική, οι πολλαπλές αντιθέσεις (αλήθεια/πλάνη, άγνοια/γνώση, φως/σκότος κτλ.), η ρεαλιστική αφήγηση, οι ψυχογραφικές εμβαθύνσεις είναι μόνο μερικές από τις ιδιότυπες αφηγηματικές τεχνικές του Βιζυηνού που τον καθιστούν πρωτοποριακό διηγηματογράφο.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ, ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ
1)ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ:
Στις8 Μαρτίου 1849γεννιέται στηΒιζύη ή Βιζώ ο Γ. Βιζυηνός. Η Βιζύη ήταν τότε μια μικρή κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης πάνω στο δρόμο που περνούσε από τις Σαράντα Εκκλησιές και την Τσατάλτζα και ένωνε την Αδριανούπολη με την Πόλη.
Το φτωχό και άγνωστο χωριό, η Βιζύη, γίνεται σε όλους γνωστό χάρη στο διηγηματογράφο Γ. Βιζυηνό,που χρησιμοποίησε το τοπωνυμικό επίθετο της καταγωγής του για φιλολογικό ψευδώνυμο και επώνυμο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σύρμας. Στα πρώτα του χρόνια υπέγραφε ως “Μιχαηλίδης”, πλάθοντας το επώνυμο του από το όνομα του πατέρα του“Μιχάλης (Μιχαήλ, Μιχαήλος). Η προσθήκη της κατάληξης -ίδης στο πατρικό όνομα για το σχηματισμό του επωνύμου είναι ο αρχαιότερος ελληνικός τρόπος επωνυμοποιίας. Γρήγορα, όμως, ο νεαρός Γ. Σύρμας ή Μιχαηλίδης άφησε και το δεύτερο όνομα και πήρε το “Βιζυηνός”, για να παρουσιάσει στο πανελλήνιο το αρχαίο χωριό του, τη Βιζύη. Η Βιζύη ήταν κεφαλοχώρι, κωμόπολη. ΟΜιχαήλοςΣύρμαςκαταγόταν από το κοντινό χωριό Κρυονέρι και ήταν πραματευτής, γυρολόγος.
Έμεινε ορφανός από πατέρα στα πέντε του χρόνια και στα δέκα του στάλθηκε στην Πόλη, κοντά σε κάποιον συγγενή του για να μάθει τη ραπτική τέχνη. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του τελευταίου, ο οποίος υπήρξε τυραννικός απέναντι στο μικρό Γεώργιο, στάλθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου ως υποτακτικός του αρχιεπισκόπου Σοφρωνίου Β΄ με φροντίδα του ευεργέτη του εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη Τσελεμπή. Στην περίοδο της παραμονής του στην Κύπρο (περίπου 1868 ως 1872) τοποθετούνται οι πρώτες σπουδές του, τις οποίες ακολούθησαν το 1872 μαθήματα στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν στην Κωνσταντινούπολη, και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με δάσκαλο και συμπαραστάτη του τον τυφλό ποιητή και θεολόγο Ηλία Τανταλίδη.
Ο επόμενος χρόνος της ζωής του Βιζυηνού σημαδεύτηκε από τη γνωριμία του με τον τραπεζίτη και εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον έθεσε για πολλά χρόνια υπό την προστασία του. Με τη βοήθεια του τελευταίου ο Βιζυηνός τύπωσε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη του ποιητική συλλογή Ποιητικά Πρωτόλεια και έφυγε για την Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο της Πλάκας. Το 1874 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το επικό ποίημα Ο Κόδρος και βραβεύτηκε με εισήγηση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, όμως η βράβευσή του προκάλεσε αρνητικά σχόλια και αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το ίδιο έτος γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας για ένα χρόνο και το 1875 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια δεύτερη (αποτυχημένη αυτή τη φορά) συμμετοχή του στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με το ποίημα Διαμάντω. Στη Γερμανία σπούδασε (1875 – 1880) στο Γκαίτιγκεν, τη Λειψία και το Βερολίνο και το ενδιαφέρον του στράφηκε κυρίως στη φιλοσοφία και την ψυχολογία.
Η διδακτορική διατριβή του είχε ως θέμα την ψυχολογική και παιδαγωγική αξία του παιδικού παιχνιδιού. Το 1881 επισκέφτηκε το Σαμακόβι (ή Σαμάκοβο) της Ανατολικής Θράκης για να ασχοληθεί με μια επιχείρηση μεταλλείων, υπόθεση η οποία είχε στενή σχέση με τη μελλοντική ψυχική του ασθένεια. Το 1882 επέστρεψε στην Αθήνα, ταξίδεψε στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου ετοίμασε τη νέα του διατριβή με τίτλο Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω. Το 1884 πέθανε ο Γεώργιος Ζαρίφης, ο οποίος υπήρξε προστάτης του για 11 χρόνια και ο Βιζυηνός μπήκε στην τελευταία περίοδο της ζωής του, η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανέχεια.
Συνέχισε να ασχολείται με την αποτυχημένη μεταλλευτική επιχείρηση στο Σαμοκόβι, ενώ εργάστηκε ταυτόχρονα ως δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης και από το 1890 ως καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γνώρισε το 1892 τη μόλις δεκατετράχρονη μαθήτριά του ΜπετίναΦραβασίλη, την οποία ερωτεύτηκε. Ο άτυχος έρωτάς του στάθηκε μοιραίος, καθώς προστέθηκε στα προηγούμενα χτυπήματα της ζωής του και τον οδήγησε στη ψυχασθένεια. Το ίδιο έτος εγκλείεται στο Δρομοκαΐτειο, όπου έζησε σε κατάσταση προϊούσας παραλυσίας και πέθανε το 1896 σε ηλικία σαράντα επτά χρονών.

2) Η ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ Γ.ΒΙΖΥΗΝΟΥ

Τα διηγήματα του έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα ή συνδέονται με τις περιπέ­τειες της οικογένειας του. Σε όλα συμμετέχει ο συγγραφέας ως αφη­γητής και σε ορισμένα μάλιστα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου. Τα διηγήματα Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, έχουν υπόθεση οικογενειακή και τοπικό πλαίσια τη Βιζύη της Θράκης και την Κωνσταντινούπολη.
  • Η παραστατική δύναμη με την οποία ζωγραφίζει το τοπίο, σε σχέση με το ανθρώπινο δράμα πάντοτε, με τρόπο ώστε να δίνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο μύθο, αποκαλύπτουν την ποιητική ευαισθησία και τις ρομαντικές καταβολές της πεζογραφίας του. Ας μην ξεχνάμε ότι προηγήθηκε η ποιητική του δημιουργία.
* «Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής διαδραματίζει ουσιώδες μέρος· δια τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήκτως ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν» (Κωστής Παλαμάς).
  • Κύριο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του είναι το αφηγημα­τικό πλάτος. Η παρατήρηση του Παλαμά ότι τα διηγήματα του «μι­κρόν τι υπολείπονται όπως αναπτυχθώσι εις μυθιστορήματα», είναι σωστή. Οι περιπέτειες, η περίτεχνη πλοκή, οι εντάσεις και οι απροσδόκητες εξελίξεις, σε συνδυασμό με το δραματικό περιεχόμενο, είναι αρετές που ταιριάζουν σ' ένα καλό μυθιστοριογράφο. Οι περιγραφές του συχνά συναγωνίζονται την εικονική πληρότητα και την εσωτερικότητα των περιγραφών του Παπαδιαμάντη.
  • Ο ανθρωπισμός του Βιζυηνού φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο δίνει τον πάσχοντα ήρωα του. Κεντρική θέση στο έργο του έχει το πρόσωπο της μητέρας. Η μητέρα του, η Δεσποινιώ του Μαχαλιέσσα, είναι το κεντρικό πρόσωπο στο διήγημα Το αμάρτημα της μη­τρός μου και ένα από τα κύρια πρόσωπα στο Ποίος ήτον ο φονεύς τον αδελφού μου. Ο Βιζυηνός έχει την ικανότητα να διαγράφει αυθυπόστατους ανθρώπινους τύπους, επιμένοντας πολύ στη λεπτομερεια­κή απόδοση των ψυχικών τους καταστάσεων. Οι ήρωες του ιδωμένοι με αγάπη, έχουν μια ειδική ευαισθησία, είναι ήρωες παθητικοί. Μοι­ραία θύματα της ιδιοτυπίας του ψυχικού τους κόσμου, αντιδρούν νο­σηρά στις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν και οδηγούνται στην κα­ταστροφή.
Η πεζογραφία του, ψυχολογική κατά βάθος και ψυχογραφική, παρ’ όλα τα ηθογραφικά και λαογραφικά της στοιχεία, παρουσιάζεται υποταγμένη αρμονικά στις απαιτήσεις της πλοκής και του μύθου. Αυτά τα δύο αποτελούν τον κύριο μοχλό που προκαλεί και οξύνει τις ψυχολογικές καταστάσεις και συχνά οδηγεί τα πρόσωπα σε μια οξύτατη κρίση συνειδήσεων, όπως παρατηρεί ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.
  • Η ηθογραφία του
Εμφανίζεται σε μια εποχή κατά την οποία στην Ελλάδα, με τον Νικόλαο Πολίτη, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται η λαογραφία ως επιστήμη και οι πεζογράφοι είχαν στραφεί προς την ειδυλλιακή ύπαιθρο, με στόχο την περιγραφή των ηθών και εθίμων του ελληνικού λαού. Έτσι, καλλιεργήθηκε το ηθογραφικό διήγημα. Σε αντίθεση με το παλιό ιστορικό μυθιστόρημα, το γεμάτο από υπερβολές, φανταχτερές περιπέτειες, πληθωρικές αναδρομές στο χώρο και το χρόνο, η νέα πεζογραφική γενιά και μαζί τους ο Γ. Βιζυηνός -στην πρώτη γραμμή- οικοδομεί τη νέα μορφή του πεζού νεοελληνικού λόγου (το ηθογραφικό και ψυχογραφικό διήγημα) με μια απλή, ίσως, απλοϊκή, καθημερινή θρακιώτικη προπάντων θεματογραφία. Οι ήρωες του είναι οι δικοί του: η μητέρα του, ο παππούς του, οι στενοί του γνώριμοι, ο ίδιος του ο εαυτός. Με την τέχνη του, όμως, αποκτούν μια καθολικότητα και γίνονται σύμβολα, διευρύνονται στη σκέψη των αναγνωστών και από θρακιώτικα πρόσωπα και πράγματα γίνονται πανανθρώπινα.
Όλα τα ηθογραφικά στοιχεία του έργου του εντάσσονται τόσο φυσι­κά στην αφήγηση του, ώστε ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι τί­ποτε δεν είναι προγραμματισμένο. Συναιρεί με τέχνη έναν εξιδανι­κευμένο ρομαντισμό (πρέπει να έχει τις ρίζες του στην παράδοση της Α' Αθηναϊκής Σχολής, αλλά είχε εκλεπτυνθεί από τη μελέτη της γερμανικής ποίησης), με τα ηθογραφικά στοιχεία και τα ψυχολογικά ενδιαφέρον­τα.
Η γλώσσα
Ο Bιζυηνός ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος. Το ταλέντο του είχε ωριμάσει με τις ειδικές σπουδές στη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τη μελέτη των Γερμανών καλλιτεχνών .Ασχολήθηκε με τη μελέτη της θεωρίας του ωραίου του Πλωτίνου, γεγονός που τον επηρέασε ακόμη και στις γλωσσικές του επιλογές: δείχνει μια ιδιαίτερη επιμέλεια στη χρησιμοποίηση του εκφραστικού οργάνου. Η καθαρεύουσα του φτάνει σε ωραία εκφραστικά επιτεύγματα. Αλλά και όταν χρησιμοποιεί τη δημοτική, για να δώσει ρεαλιστικά τους ανθρώπινους τύπους, η γλώσσα έχει υποστεί μια ιδιαίτερη καλλιτε­χνική επεξεργασία
“Η γλώσσα του αποπνέει μια ζεστασιά ζωής”, αναφέρει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. “Η καθαρεύουσα του είναι προσωπική, σαν του Παπαδιαμάντη. Όντας άτομο προικισμένο με εσωτερικές δυνάμεις και έχοντας μέσα του μια αγάπη παθιασμένη για το θρακικό χώμα και τους ανθρώπους του, ο Βιζυηνός κατάφερε να διεισδύσει περισσότερο στο εσωτερικό της ψυχής τους, όπως της μάνας του, της Δεσποινιώς. Κάθε έργο τέχνης είναι μια κιβωτός που μεταφέρει ένα απόσπασμα ζωής από τον πλανήτη μας. Η κιβωτός του Βιζυηνού μεταφέρει τη Βιζύη και τις πρώτες του εμπειρίες από αυτή που είχαν γίνει μέρος της ψυχής του. Ο εγχάρακτος στο χρόνο λόγος του, δηλαδή, έγινε με την καταγραφή αυτών που είδε, άκουσε και έζησε σαν παιδί, αυτών που πέρασαν μέσα στο αίμα του. Ο Βιζυηνός επαλήθευσε με την εσωτερική του ανθρώπινη αυτονομία την ύπαρξη της ελληνικής ρίζας που, παρά τις εναντιώσεις των καιρών, ανθοβολεί συχνά εκεί που δεν το περιμένει κανείς”.
Βιβλιογραφία
Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Ερμής, Αθήνα, 1980.
Απ. Σαχίνης, Παλαιότεροι Πεζογράφοι, Εστία, 1973, σσ.120-186.
Ελληνική Δημιουργία (Αφιέρωμα) τ. 40, 1949.
Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Βιζυηνός, στα Άπαντα, τ. 8ος, Γκοβόστης
Πηγη: /fotodendro.blogspot.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου