Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

4. ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
► Παρατακτική σύνδεση των προτάσεων ή παράταξη ονομάζεται η σύνδεση με την οποία παρατάσσουμε, δηλαδή τοποθετούμε ισοδύναμες τη μία πρόταση δίπλα στην άλλη είτε βάζοντας τη μία πρόταση κοντά στην άλλη χωρίς σύνδεσμο είτε συνδέοντας τις προτάσεις με συνδέσμους παρατακτικούς.
Π.χ. Φώναζε, έβριζε κι απειλούσε τους αντιπάλους του.
Περπατούσαμε και τραγουδούσαμε μέσα στο δάσος.
► Υποτακτική λέγεται η σύνδεση των προτάσεων, με την οποία υποτάσσουμε, δηλαδή εξαρτούμε τη δευτερεύουσα πρόταση από μία άλλη. Οι προτάσεις αυτές συνδέονται με υποτακτικούς συνδέσμους.
Π.χ. Νομίζω ότι θα φύγει σε δύο ώρες.
• Στην υποτακτική σύνδεση οι προτάσεις είναι ανόμοιες, δηλαδή η μία κύρια και η άλλη δευτερεύουσα.
Π.χ. Ξεκίνησε πρωί γιατί ήθελε να προλάβει το τρένο.
• Μερικές φορές μία δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από άλλη δευτερεύουσα, που συνδέεται υποτακτικά με την κύρια.
Π.χ. Τραγουδούσε δυνατά, γιατί είχε εξαιρετική φωνή, όταν δεν κάπνιζε.
1. ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
Α. ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΜΕ ΣΥΜΠΛΕΚΤΙΚΟΥΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ
Οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι συνδέουν τις προτάσεις:
α) Καταφατικά (χωρίς να υπάρχει άρνηση στις προτάσεις)
π.χ. Περπατούσε και τραγουδούσε.
β) Αποφατικά (με άρνηση και στις δύο προτάσεις ή μόνο στη μία)
π.χ. Ούτε ήθελε ούτε μπορούσε.
Προχώρα εμπρός και μη γυρίσεις πίσω.
► Η καταφατική σύνδεση γίνεται με το σύνδεσμο και.
► Η αποφατική σύνδεση γίνεται με τους συνδέσμους:
α) με: δε(ν)… και δε(ν), ούτε… ούτε, και δε(ν), δε(ν)… και κτλ. σε προτάσεις κρίσεως.
Π.χ. Η Λένα δε μιλάει και δεν ακούει.
β) με: μη(ν) … και μη(ν), μήτε να … μήτε να, και μη(ν), μη(ν)… και κτλ. σε προτάσεις επιθυμίας.
Π.χ. Μην ακούσεις τους κακοπροαίρετους και πικραθείς.
Β. ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΜΕ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΟΥΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ
Παρατακτικοί αντιθετικοί σύνδεσμοι ή άλλες λέξεις, σύνολα λέξεων ή επιρρήματα που χρησιμοποιούνται ως αντιθετικοί σύνδεσμοι είναι:
αλλά, μα, όμως, παρά, μόνο, ωστόσο, εντούτοις, μάλιστα, έπειτα, μολαταύτα , εξάλλου.
Π.Χ. Ηθελε πολλά να προσφέρει ακόμα, αλλά δεν τον άφησαν.
ΑΠΛΗ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ
Στην απλή αντιθετική σύνδεση οι πιο εύχρηστοι σύνδεσμοι είναι:
αλλά, μα, όπως, παρά, μόνο, και οι προτάσεις που συνδέονται μπορεί να έχουν και οι δύο κατάφαση ή άρνηση ή η μία κατάφαση και η άλλη άρνηση.
Π.χ. Κουράστηκε στη διαδρομή, αλλά έφτασε στον προορισμό του.
Όταν και οι δύο προτάσεις είναι αρνητικές, τότε ύστερα από το σύνδεσμο αλλά ή μα μπαίνει συνήθως ο σύνδεσμος και.
Π.χ. Δεν έχει άδικο, αλλά και δίκαιο.
Ο σύνδεσμος και μπαίνει μπροστά από το σύνδεσμο όμως σε έντονη αντίθεση.
Π.χ. Δεν τη συμπαθούσε, κι όμως έτρεξε να τη βοηθήσει.
Ο σύνδεσμος παρά συνδέει κανονικά μια αρνητική πρόταση με μια δεύτερη καταφατική.
Π.χ. Δε γνωρίζει τίποτα για το θέμα, παρά τη διαρκή παρουσία της εκεί.
ΕΠΙΔΟΤΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
Στην επιδοτική αντιθετική πρόταση μπορεί να υπάρχει κατάφαση ή άρνηση και στις δύο προτάσεις ή κατάφαση στη μία και άρνηση στην άλλη.
Η σύνδεση των προτάσεων γίνεται με:
α) όχι μόνο …αλλά και, όχι μόνο δε(ν) … μα ούτε, όχι μόνο … αλλά και δεν, όχι μόνο δε(ν) … αλλά και κτλ. σε προτάσεις κρίσεως.
Π.χ. Όχι μόνο δε με πρόσεξε, αλλά συνέχισε να εργάζεται ακατάπαυστα.
β) όχι μόνο να… αλλά και να, όχι μόνο να μην… αλλά ούτε και να, όχι μόνο να … αλλά και να μην, όχι μόνο να μην… αλλά να κτλ. σε προτάσεις επιθυμίας.
Π.χ. Όχι μόνο να διαβάσεις τα μαθήματά σου, αλλά και να μη διασκεδάζεις μέχρι αργά το βράδυ.
Γ. ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΜΕ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΟΥΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ
Οι διαχωριστικοί σύνδεσμοι (η, είτε) συνδέουν δύο ή περισσότερες προτάσεις.
Π.χ. Θα μείνεις ή θα φύγεις από το σπίτι;
Είτε ταξιδέψεις με πλοίο, είτε ταξιδέψεις με αεροπλάνο, δε θα φθάσεις εγκαίρως στο συνέδριο.
Όταν οι προτάσεις είναι δύο, ο διαχωριστικός σύνδεσμος ή μπαίνει συνήθως μόνο μία φορά, ενώ ο είτε σχεδόν πάντοτε δύο φορές. Σε έμφαση, και ο σύνδεσμος ή μπαίνει δύο φορές.
Π.χ. Ο Σπύρος συνήθως ή τρώει ή κοιμάται.
Όταν οι προτάσεις είναι περισσότερες από δύο, τότε ο διαχωριστικός σύνδεσμος μπαίνει συνήθως μπροστά από κάθε πρόταση ή κάποτε μόνο στην τελευταία.
Π.χ. Η Χριστίνα έγραφε, έσβηνε ή διάβαζε όλη την ημέρα.
Οι διαχωριστικοί σύνδεσμοι πολλές φορές παραλείπονται, όταν οι δύο προτάσεις είναι αντίθετες μεταξύ τους και ο λόγος είναι ζωηρός.
Π.χ. Έρχεσαι, φεύγεις, κανείς δεν ενδιαφέρεται.
Δ. ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΜΕ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ
Συμπερασματικοί (ή αποτελεσματικοί) σύνδεσμοι είναι οι: λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως.
Π.χ. Προσπάθησε λοιπόν να γυρίσει στο σπίτι της, αλλά δεν τα κατάφερε.
Τα επιρρήματα που χρησιμοποιούνται ως συμπερασματικοί σύνδεσμοι είναι: τώρα, τότε, έπειτα, ύστερα, το εμπρόθετο γι’ αυτό κ.α.
Π.χ. Σηκώθηκε από το τραπέζι. Τότε, ακούσθηκε ένας δυνατός κρότος.
Αυτοί συνδέουν κανονικά δυο κύριες προτάσεις που έχουν νοηματική σχέση μεταξύ τους, χωρίζονται όμως με τελεία ή άνω τελεία στο γραπτό λόγο ή με παύση στον προφορικό και μπαίνουν στην αρχή της δεύτερης προτάσεως. Μόνο ο σύνδεσμος λοιπόν μπαίνει όχι μόνο στην αρχή, αλλά και ύστερα από μία ή και περισσότερες λέξεις ή κάποτε και στο τέλος μίας προτάσεως.
2. ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
Υποτακτική σύνδεση προτάσεων ονομάζεται η σύνδεση των προτάσεων με υποτακτικούς συνδέσμους, όπως το να, με αναφορικές ή ερωτηματικές αντωνυμίες και με αναφορικά ή ερωτηματικά επιρρήματα, που εισάγουν δευτερεύουσες προτάσεις.
Π.χ. Πρέπει να ακούσεις τα λόγια του πατέρα σου.
► ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ειδικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με ειδικούς συνδέσμους: ότι, πως, που και συμπληρώνουν το περιεχόμενο μονολεκτικών ή περιφραστικών ρημάτων ή άλλων όρων της προτάσεως. Έχουν άρνηση δε (ν).
Π.χ. Θεωρώ ότι έχει ξεπεράσει τα όριά του.
► Η ειδική πρόταση χρησιμοποιείται ως αντικείμενο, υποκείμενο ή επεξήγηση.
ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Ειδική πρόταση ως αντικείμενο παίρνουν ρήματα που σημαίνουν λέγω, νομίζω, αισθάνομαι, γνωρίζω, δείχνω κλπ. καθώς και περιφράσεις με παρόμοια σημασία (έχω τη γνώμη, είμαι βέβαιος κλπ.)
Π.χ. Πιστεύω ότι θα καταλάβεις το λάθος σου.
ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΩΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
Ειδική πρόταση ως υποκείμενο παίρνουν απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων (λέγω, νομίζω κτλ.), όπως: διαδίδεται, φαίνεται, είναι κρίμα, είναι ψέμα, είναι βέβαιο κλπ.
Π.χ. Φαίνεται ότι θα χιονίσει.
ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΩΣ ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ
Ειδική πρόταση ως επεξήγηση παίρνουν:
α. ουσιαστικά που έχουν συνήθως σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων (λέγω, νομίζω κτλ.), όπως: διάδοση, γνώμη, πληροφορία κτλ.
Π.χ. Τα νέα, ότι ήταν καλά στην υγεία του, κυκλοφόρησαν γρήγορα.
β. δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες ουδέτερου γένους, όπως: αυτό, εκείνο, ένα κτλ.
Π.χ. Πες μου μόνο αυτό, πως γίνεται να περάσεις το μάθημα χωρίς διάβασμα.
Η ειδική πρόταση ως επεξήγηση χωρίζεται στο γραπτό λόγο πάντοτε με κόμμα, που αντιστοιχεί στον προφορικό με παύση.
ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Βουλητικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ενός ρήματος ή ενός άλλου όρου, μονολεκτικού ή περιφραστικού, μιας προτάσεως που σημαίνει θέλω, μπορώ, προτρέπω, εμποδίζω, αναγκάζομαι κ.α. Έχουν άρνηση μη(ν).
Η βουλητική πρόταση χρησιμοποιείται ως αντικείμενο, υποκείμενο ή επεξήγηση.
Π.χ. Πρέπει να ταξιδέψω με πλοίο.
ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ενδοιαστικές ή διστακτικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους διστακτικούς συνδέσμους: μη(ν), μήπως και φανερώνουν κάποιο φόβο (ενδοιασμό) ή ανησυχία μήπως γίνει κάτι δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ή μήπως δε γίνει το επιθυμητό. Έχουν άρνηση δε(ν).
Οι ενδοιαστικές προτάσεις, όταν εκφράζουν φόβο μήπως γίνει κάτι, εισάγονται με τους συνδέσμους μήπως, μη(ν), ενώ όταν εκφράζουν φόβο μήπως δε γίνει κάτι με τους μήπως δε(ν), μη δε(ν).
Η ενδοιαστική πρόταση χρησιμοποιείται κυρίως ως αντικείμενο, ή ως επεξήγηση.
Π.χ. Φοβάμαι μήπως δεν περάσω στο Πολυτεχνείο.
ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που περιέχουν ερώτηση και εισάγονται με:
-ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, πόσος, τι κτλ.)
π.χ. Τον ρώτησα πόσα κιλά αλεύρι ήθελε.
-ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πότε, πώς κτλ.)
π.χ. Έμαθα που ήταν.
-συνδέσμους (αν, γιατί, μήπως κτλ.)
π.χ. Αναρωτιέμαι γιατί δεν άκουσε τη μητέρα της.
Έχουν άρνηση δε(ν), εκτός αν στην πλάγια ερωτηματική πρόταση υπάρχει να, οπότε η άρνηση είναι μη(ν).
Η πλάγια ερωτηματική πρόταση χρησιμοποιείται κυρίως ως αντικείμενο, υποκείμενο, ή επεξήγηση.
► ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Αιτιολογικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αιτιολογικούς συνδέσμους ή με λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι (γιατί, επειδή, αφού, ή που, καθώς, μια και, μια που, σαν…που κ.α.) και φανερώνουν την αιτία για την οποία γίνεται αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται.
Π.χ. Κουράστηκε γιατί περπάτησε τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα.
Έχουν άρνηση δε(ν).
Οι αιτιολογικές προτάσεις ανάλογα με το περιεχόμενο τους εκφέρονται με:
- απλή οριστική,
- δυνητική οριστική,
- πιθανολογική οριστική.
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η’ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ
Τελικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους (για να, να) και δείχνουν σε ποιο σκοπό αποβλέπει αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται.
Π.χ. Τελείωσε νωρίς τη δουλειά, για να διασκεδάσει το βράδυ.
Έχουν άρνηση μη(ν).
Οι τελικές προτάσεις εκφέρονται με υποτακτική. Κάποτε όμως και με οριστική παρατατικού, όταν δηλώνεται σκοπός ανεκπλήρωτος ή όταν υπάρχει έλξη από το ρήμα παρελθοντικού χρόνου της προτάσεως που προσδιορίζεται.
Πχ. Με επισκέφθηκε, αλλά δεν ήμουν σπίτι μου, για να την έβλεπα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ (Η΄ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Αποτελεσματικές (ή συμπερασματικές) λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε, που), με το σύνδεσμο να ή με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αποτελεσματικοί σύνδεσμοι (ώστε να, που να, για να κτλ.) και φανερώνουν ποιο είναι το αποτέλεσμα του περιεχομένου της προτάσεως που προσδιορίζεται.
Π.χ. Το χτύπημά του ήταν τόσο δυνατό, που η Ελένη τραυματίστηκε στο μάτι.
Συχνά στην πρόταση που προσδιορίζεται υπάρχει η δεικτική αντωνυμία τέτοιος ή τόσος ή το επίρρημα τόσο ή έτσι ή άλλη ισοδύναμη έκφραση. Οι προτάσεις που εισάγονται με τους συνδέσμους ώστε και που έχουν άρνηση δε(ν), ενώ όσες εισάγονται με εκφράσεις που έχουν να (ώστε να, που να κτλ.) έχουν άρνηση μη(ν).
Π.χ. Τον κορόιδεψαν τόσες φορές, ώστε να μην τους πιστεύει πια.
Οι αποτελεσματικές προτάσεις που εισάγονται:
α) με τους συνδέσμους ώστε και που εκφέρονται με οριστική οποιουδήποτε χρόνου, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα πραγματικό, ή με οριστική δυνητική ή πιθανολογική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα που είναι δυνατό ή πιθανό.
β) με το να ή με ώστε να, που να εκφέρονται με υποτακτική και δηλώνουν αποτέλεσμα πιθανό ή δυνατό ή κάποτε και πραγματικό γεγονός.
ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Υποθετικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τον υποθετικό σύνδεσμο αν (εάν) και περιέχουν την προϋπόθεση (τον όρο) που πρέπει να ισχύει για να γίνει αυτό που δηλώνει πρόταση που προσδιορίζεται.
Π.χ. Αν αγοράσεις αυτό το κινητό τηλέφωνο, θα κερδίσεις ένα δώρο.
Έχουν άρνηση δε(ν).
► Η υποθετική πρόταση λέγεται και υπόθεση και η πρόταση που προσδιορίζεται απ’ αυτήν απόδοση. Η υπόθεση και η απόδοση μαζί λέγονται υποθετικός λόγος.
ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εναντιωματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αντιθετικούς συνδέσμους αν και, ενώ, μολονότι καθώς και με μόλο που, και που, που, και ας, ας κτλ. και φανερώνουν εναντίωση, δηλαδή ισχυρή αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται και που το θεωρούμε πραγματικό.
Π.χ. Αν και είναι μόλις δεκαπέντε χρονών, συμπεριφέρεται σαν ενήλικας.
Οι Εναντιωματικές προτάσεις εκφέρονται με οριστική και έχουν άρνηση δε(ν), εκτός από τις προτάσεις που εισάγονται με το και ας, στις οποίες η άρνηση είναι μη(ν).
ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Χρονικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους όταν, σαν, ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν, (πριν να), μόλις, προτού, ώσπου, ωσότου, όσο που, όποτε, άμα ή με λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως χρονικοί σύνδεσμοι (όσο, ότι, εκεί που, όσο που να, έως ότου να, κάθε που κτλ.) και προσδιορίζουν χρονικά μία άλλη πρόταση.
Π.χ. Όταν τελειώσεις τη δουλειά σου, έλα να με βρεις.
► Ειδικότερα μία χρονική πρόταση δείχνει αν κάτι, σε σχέση μ’ αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται, είναι:
α) σύγχρονο: π.χ. Όταν κοιμάσαι, ροχαλίζεις.
β) προτερόχρονο: π.χ. Αφού διάβασε, πήγε να δώσει εξετάσεις.
γ) υστερόχρονο: π.χ. Πριν ξεκινήσει, ετοίμασε τις βαλίτσες της.
Στις χρονικές προτάσεις η άρνηση είναι δε(ν), εκτός αν ο χρονικός σύνδεσμος έχει να, οπότε η άρνηση είναι μη(ν).
Ως χρονικός σύνδεσμος χρησιμοποιείται κάποτε και ο σύνδεσμος και.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Αναφορικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες: που, όποιος, ο οποίος, όσος, ό,τι) ή με αναφορικά επιρρήματα: όπου, που, όπως, πως, όσο, καθώς, σαν, ωσάν και προσδιορίζουν κάποιον όρο μιας άλλης προτάσεως, ο οποίος είτε υπάρχει στην πρόταση είτε παραλείπεται και ευνοείται.
Π.χ. Δε θα υποκύψουμε, όσο κι αν μας πιέζουν.
Έχουν άρνηση δε(ν), αλλά όταν υπάρχει στην αναφορική πρόταση ο σύνδεσμος να, τότε η άρνηση είναι μη(ν)

ΕΚΠ.ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου